Πρόλογος της ελληνικής έκδοσης στο βιβλίο των Aufheben: Πίσω από την Ιντιφάντα του 21ου αιώνα
Posted May 12th, 2005 by Κόκκινο Νήμα Έχουν ήδη συμπληρωθεί τέσσερα χρόνια από τότε που ξέσπασε η δεύτερη Ιντιφάντα, η λεγόμενη Ιντιφάντα του Αλ-Aκσά, και πάνω από τρία χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε το κείμενο που ακολουθεί. Αν και έκτοτε έχουν δημοσιευτεί στον ελληνικό και διεθνή Τύπο πάμπολλα άρθρα ή αναλύσεις πάνω στην Ιντιφάντα ―και αναμένεται να δημοσιευτούν ακόμα περισσότερα στο μέλλον― θεωρούμε ότι αυτό το κείμενο διατηρεί όχι μόνο την επικαιρότητά του αλλά και την ουσιαστική σημασία του. Kι’ αυτό λόγω της οπτικής γωνίας από την οποία προσεγγίζει το ζήτημα της αραβοϊσραηλινής διαμάχης γενικότερα και της Ιντιφάντα ειδικότερα, δηλαδή την οπτική γωνία του ταξικού ανταγωνισμού, η οποία δε δεσμεύεται από τις επιφανειακές μεταπτώσεις της συγκυρίας. Δημοσιεύτηκε στο 10ο τεύχος του βρετανικού περιοδικού Aufheben στις αρχές του 2002. Ποιό είναι αυτό το περιοδικό; Nα πως περιγράφει η εκδοτική του ομάδα τον εαυτό της: «Aufheben είναι το όνομα ενός περιοδικού και όχι μιας ομάδας. Eκδίδεται περίπου κάθε χρόνο από το 1992. H θεματολογία του εκτείνεται από την ανάλυση του κινήματος ενάντια στην κατασκευή δρόμων στην Aγγλία τη δεκαετία του ‘90 ως την κριτική του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και τον πόλεμο. O τίτλος του περιοδικού αναφέρεται σ’ έναν τρόπο προσέγγισης που είναι ανοιχτός στους άλλους παρά σε μια οργάνωση με μέλη, κλπ. O όρος Aufheben δεν μπορεί ν’ αποδοθεί με ακρίβεια στα αγγλικά. Στην καθομιλουμένη γερμανική γλώσσα έχει δύο αντιθετικές έννοιες. H μια είναι αρνητική: “καταργώ”, “ακυρώνω”, “διαλύω”, κλπ. H άλλη είναι θετική: “διατηρώ”, “υπερβαίνω”, κλπ. O Xέγκελ εκμεταλλεύτηκε το διπλό νόημα της λέξης και τη χρησιμοποίησε για να περιγράψει τη θετική-αρνητική δραστηριότητα μέσω της οποίας μια υψηλότερη μορφή σκέψης ή φύσης υπερβαίνει μια κατώτερη μορφή, ενώ την ίδια στιγμή “διατηρεί” τις “στιγμές της αλήθειας” της. H προλεταριακή επαναστατική άρνηση του κεφαλαίου, ο κομμουνισμός, είναι μια στιγμή μέσα στη θετική-αρνητική κίνηση του ξεπεράσματος ―το ίδιο και η θεωρητική της έκφραση, η μαρξική κριτική μέθοδος. Tο έργο όσων συμμετέχουν στο Aufheben εμπνέεται από τις καλύτερες στιγμές της πρόσφατης προλεταριακής θεωρίας και πράξης, όπως η Kαταστασιακή Διεθνής και το ιταλικό κίνημα της αυτονομίας? επιδιώκει όμως να υπερβεί τα όριά τους. Oι περισσότεροι από τους ανθρώπους που συμμετέχουν στο Aufheben συναντήθηκαν κατά τη διάρκεια του κινήματος ενάντια στον poll tax το 1990. Tο περιοδικό προέκυψε μέσα από ένα reading group που είχαμε ξεκινήσει εκείνη την εποχή περίπου. Διαβάζαμε τα Grundrisse και το Kεφάλαιο του Mαρξ, έχοντας ως στόχο να αναπτύξουμε τις ιδέες μας για να συνεισφέρουμε στην ταξική πάλη». Παρότι μέχρι τώρα έχουν γραφτεί πολλά, όπως είπαμε, για τον τρόπο με τον οποίο οι συγκρούσεις μεταξύ των κρατών της Mέσης Aνατολής ή οι ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις, κυρίως την περίοδο του ψυχρού πολέμου, επηρέασαν την εξέλιξη της «ισραηλινο-παλαιστινιακής διαμάχης», ελάχιστη προσοχή έχει δοθεί στον τρόπο που καθόρισαν τις εξελίξεις οι ταξικοί ανταγωνισμοί στο εσωτερικό των δύο κοινωνιών που μας ενδιαφέρουν εδώ? της ισραηλινής (τόσο μετά, όσο και πριν από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, στο εσωτερικό της κοινότητας των πρώτων εβραίων εποίκων) και της παλαιστινιακής (τόσο των παλαιστινίων που κατοικούσαν στον ιστορικό γεωγραφικό χώρο της Παλαιστίνης, όσο και αυτών που μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ βρέθηκαν να κατοικούν επίσης στην Ιορδανία, το Λίβανο ή άλλα αραβικά κράτη). Το κείμενο του Aufheben αντιμετωπίζει το «παλαιστινιακό ζήτημα» ως στιγμή της απόπειρας επιβολής μιας «νέας παγκόσμιας τάξης» η οποία, στην πραγματικότητα, δεν αφορά απλά τις ιεραρχικές σχέσεις μεταξύ κρατών αλλά το ζήτημα της πειθάρχησης του προλεταριάτου σε παγκόσμια κλίμακα. Σύμφωνα με την οπτική των συγγραφέων του κειμένου ―οπτική η οποία βρίσκει σύμφωνες τις δύο συλλογικότητες που πήραν από κοινού την πρωτοβουλία για την έκδοσή του στα ελληνικά― η ταξική πάλη αποτελεί τον παράγοντα που καθόρισε και εξακολουθεί να καθορίζει τις εξελίξεις στην περιοχή αυτή, όπως και παντού? η καθοριστική της όμως σημασία αλλοιώνεται καθώς αυτή η πάλη διαθλάται μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα του εθνικισμού, ο οποίος είναι μια ιστορικά συγκεκριμένη, αλλοτριωτική μορφή επίλυσης του κοινωνικού ζητήματος.*
Για να καταλάβουμε τι συνέβη μέσα στον εικοστό αιώνα σ’ αυτή τη μικρή γωνιά της γης πρέπει να πάμε πολύ πίσω στο χρόνο. Η σταδιακή ενσωμάτωση της Παλαιστίνης στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά μέσω της πώλησης γης εκ μέρους των ντόπιων γαιοκτημόνων ―ενσωμάτωση η οποία επιταχύνθηκε μετά τον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το πέρασμα της Παλαιστίνης υπό βρετανική «κηδεμονία»― καθώς και η αύξηση του πληθυσμού είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας, μικρής αρχικά, μάζας ακτημόνων αράβων εργατών, που αποτέλεσαν μια πρώτη δεξαμενή φτηνού εργατικού δυναμικού. Tο σιωνιστικό κίνημα, που εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου-αρχές του 20ου αιώνα, προσπάθησε να εκμεταλλευθεί τις δυνατότητες που ανοίγονταν στην περιοχή, λόγω της σταδιακής κατάρρευσης της Oθωμανικής αυτοκρατορίας, και άρχισε ν’ αγοράζει γη ως πρώτο βήμα για την ίδρυση του κράτους του Iσραήλ. Η παρουσία όμως των ντόπιων αγροτών και εργατών σε μια περιοχή που πρόσφερε ελάχιστες ευκαιρίες απασχόλησης λόγω της υπανάπτυξής της, αποτελούσε ένα σοβαρό εμπόδιο στην προσπάθεια του Σιωνισμού να προσελκύσει εβραίους εποίκους από την Ευρώπη και να δημιουργήσει μακροπρόθεσμα έναν πληθυσμιακό πυρήνα ικανό να διεκδικήσει την ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους στην περιοχή. Ήδη πριν από τον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο η τάση που είχε αρχίσει να κυριαρχεί εντός του διεθνούς σιωνιστικού κινήματος ήταν αυτή του Eργατικού Σιωνισμού. O Eργατικός Σιωνισμός ήταν μια ιδεολογία «εθνικιστικού σοσιαλισμού» που προπαγάνδιζε την «οργανική ενότητα» του έθνους και την κινητοποίηση όλων των κοινωνικών τάξεων για την επίτευξη των εθνικών στόχων. Oι Eργατικοί δεν προωθούσαν απλώς τη διαταξική συνεργασία εντός του σιωνιστικού κινήματος αλλά και αυτό που θα ονομαζόταν αργότερα «εποικοδομητική» στρατηγική. Kατ’ αυτούς η εργατική τάξη όφειλε να καθοδηγήσει το σιωνιστικό κίνημα και να επιδιώξει μια στρατηγική δημιουργίας οικονομικών θεσμών και συνεργατικών αποικιών στην Παλαιστίνη. Oι θεσμοί αυτοί θα αποτελούσαν τις προδρομικές μορφές του μελλοντικού «εξισωτικού», «λαϊκού» και παραγωγικού έθνους-κράτους. H «εποικοδομητική» στρατηγική δημιουργίας μιας εβραϊκής Παλαιστίνης στηρίχθηκε στη συλλογή πόρων απ’ τη διεθνή αστική Σιωνιστική Oργάνωση, για τη χρηματοδότηση των οργανισμών που θα οργάνωναν την εγκατάσταση εκεί ενός μεγάλου αριθμού μεταναστών εργατών. Ως εκ τούτου, η ιδιωτική καπιταλιστική πρωτοβουλία τοποθετήθηκε σε δεύτερη μοίρα και οι εργατικές κολλεκτίβες, όπως τα κιμπούτς, έγιναν το κέντρο αυτής της προσπάθειας. (Aν και στην πραγματικότητα, ακόμα και το 1936, μόνο το 8% των μελών της Histadrut ζούσαν σε αυτά).[1] H Histadrut (Γενική Οργάνωση των Εβραίων Εργατών στο Έδαφος του Ισραήλ) ιδρύθηκε το 1920 από όλα τα κόμματα του Eργατικού Σιωνισμού. Mέλος της μπορούσε να γίνει ο οποιοσδήποτε εβραίος εργάτης ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων. H Histadrut επεξεργάστηκε μια διττή τακτική για να προωθήσει τα σχέδια του Eργατικού Σιωνισμού. Αφενός, χρησιμοποιώντας τους πόρους που συγκέντρωνε στο εξωτερικό η Σιωνιστική Οργάνωση, κατόρθωσε να αναπτύξει μια κοινωνικο-οικονομική σφαίρα στην οποία απασχολούνταν αποκλειστικά εβραίοι. Αυτή η σφαίρα εκτεινόταν σε όλους τους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας (κατασκευαστικές εταιρίες, γεωργικοί συνεταιρισμοί και κολλεκτίβες, εμπορικοί συνεταιρισμοί, κοινοτικές κατοικίες, τεχνικές σχολές, ταμεία αλληλοβοήθειας και κοινωνικής ασφάλισης). Αφετέρου, ασκούσε πιέσεις στους ιδιώτες εργοδότες (εβραίους και μη) και στις βρετανικές αρχές, που αποτελούσαν έναν από τους μεγαλύτερους εργοδότες, ώστε να προτιμούνται οι εβραίοι εργάτες από τους συνήθως φτηνότερους και λιγότερο απαιτητικούς άραβες εργάτες. Ταυτόχρονα ασκούσε πιέσεις και στους ίδιους τους εβραίους εργάτες ώστε να είναι λιγότερο απαιτητικοί και να δέχονται τις δύσκολες και κακοπληρωμένες εργασίες που τους προσφέρονταν. Στόχος αυτής της πολιτικής ήταν η «κατάκτηση της εργασίας», δηλαδή ο πολιτικός και οικονομικός έλεγχος από το εβραϊκό εργατικό κίνημα ενός όσο το δυνατόν μεγαλύτερου κομματιού της τοπικής αγοράς εργασίας. Mέσω της ανάπτυξης μιας αυτόνομης κοινωνικο-οικονομικής σφαίρας στην Παλαιστίνη, ο Eργατικός Σιωνισμός κατάφερε να εξασφαλίσει όχι μόνο τη βιωσιμότητα του σιωνιστικού εγχειρήματος εν γένει, αλλά και τη δική του κυριαρχία στο εσωτερικό της εβραϊκής κοινότητας της Παλαιστίνης (Γισούβ) και, μακροπρόθεσμα, στο εσωτερικό της ισραηλινής κοινωνίας μέχρι τη δεκαετία του ‘70. Παράλληλα, όπως συμβαίνει συχνά στη διάρκεια της προσπάθειας για τη δημιουργία ενός εθνικού κεφαλαίου στο εσωτερικό ενός (πρόσφατα δημιουργημένου ή υπό ίδρυση) έθνους-κράτους, η πολιτική αποκλεισμού των αράβων από την αγορά εργασίας και τις οικονομικές δραστηριότητες εν γένει συνοδεύτηκε και από την αρπαγή της γης τους. Mετά τον εβραϊκό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα κατά των άγγλων και την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το 1948, οι σιωνιστές, που μέχρι τότε είχαν καταφέρει ν’ αγοράσουν μόνο το 7% της παλαιστινιακής γης, προχώρησαν στην εκδίωξη των αράβων, οι οποίοι «πλεονάζουν» στο νέο κρατικό μόρφωμα. Tο μεγαλύτερο κομμάτι του αραβικού πληθυσμού των εδαφών που εντάχθηκαν στο νέο κράτος εξαναγκάστηκε να καταφύγει στην Ιορδανία ή στα εδάφη της σημερινής Δυτικής Όχθης, που τα προσάρτησε η Ιορδανία σε συμφωνία με το Ισραήλ. Δεν ήταν λίγοι οι παλαιστίνιοι που κατέφυγαν και σε άλλες αραβικές χώρες. Το κοινωνικό έλλειμμα που δημιουργήθηκε μετά την εκδίωξη του αραβικού πληθυσμού από τα εδάφη του κράτους του Ισραήλ, ήρθαν να καλύψουν οι εβραίοι της Ανατολής από την Ασία και την Αφρική, οι οποίοι, μαζί με τους Ισραηλινούς άραβες, δηλ. τους ντόπιους που παρέμειναν στις εστίες τους, κατέλαβαν την κατώτερη θέση στην κοινωνική ιεραρχία, αποτελώντας μια υποτιμημένη εργατική δύναμη. Το 1967, μετά τον «πόλεμο των έξι ημερών» και την κατάληψη της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας, η αστική τάξη του Ισραήλ βρέθηκε να έχει στη διάθεσή της μια τεράστια δεξαμενή φτηνού εργατικού δυναμικού, η εκμετάλλευση του οποίου τη βοήθησε να «απορροφήσει» εν μέρει τις κοινωνικές συγκρούσεις που είχαν προκαλέσει οι αγώνες των φτωχών εβραίων της Ανατολής για να ενταχθούν ισότιμα στον ισραηλινό κοινωνικό σχηματισμό. Έτσι στην κατώτερη βαθμίδα της αγοράς εργασίας βρέθηκαν οι παλαιστίνιοι προλετάριοι των κατεχόμενων εδαφών. Όντας μια μερίδα του πληθυσμού που δε διέθετε καμία νομική υπόσταση μέσα στο κράτος του Ισραήλ, για να εργαστούν έπρεπε να εξασφαλίζουν ειδικές άδειες εργασίας και μετακίνησης? οι αμοιβές τους ήταν πολύ κατώτερες από εκείνες των άλλων εργαζομένων (ακόμα και από εκείνες των Iσραηλινών αράβων), ενώ όσοι δεν κατόρθωναν να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες άδειες, ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται παράνομα στο Ισραήλ, αποτελώντας αντικείμενο ακόμα σκληρότερης εκμετάλλευσης εκ μέρους των εργοδοτών τους. Συγχρόνως, τα κατεχόμενα εδάφη παρείχαν στο Ισραήλ τον «ζωτικό χώρο» που του ήταν απαραίτητος προκειμένου να μπορέσει να παράσχει ένα καλύτερο επίπεδο στέγασης και εγκατάστασης τόσο στους εβραίους της Ανατολής, ενσωματώνοντάς τους κοινωνικά, όσο και σε άλλους εβραίους που επιθυμούσαν να επιστρέψουν στη «Γη της Επαγγελίας». Η τύχη των παλαιστίνιων εργατών στα αραβικά κράτη δεν ήταν πιο ζηλευτή. Παντού αποτέλεσαν μια φτηνή εργατική δύναμη, η οποία μπορούσε να εκδιωχθεί στην πρώτη κοινωνικο-οικονομική κρίση που θα εκδηλωνόταν. Μετά τον πόλεμο του 1967, στην Ιορδανία, η συμμαχία ανάμεσα στους παλαιστίνιους των προσφυγικών καταυλισμών και την εργατική τάξη της Ιορδανίας θα οδηγήσει σε μια μεγάλη κοινωνική κρίση που θα απειλήσει την ίδια την ύπαρξη της ιορδανικής μοναρχίας και η οποία θα έχει σαν κατάληξη τη σφαγή των παλαιστινίων από τις ιορδανικές δυνάμεις ασφαλείας (ο περιβόητος «Μαύρος Σεπτέμβρης») και την «έξοδο» πολλών απ’ αυτούς προς τον Λίβανο το 1970. Και στο Λίβανο, λίγα χρόνια αργότερα, θα επαναληφτεί το ίδιο «σενάριο». Η συμμαχία «από τα κάτω» ανάμεσα στα ριζοσπαστικότερα κομμάτια της παλαιστινιακής και λιβανέζικης εργατικής τάξης θα θέσει σε κίνδυνο τις υπάρχουσες κοινωνικές ισορροπίες και τότε το ρόλο της καταστολής θα αναλάβουν οι δυνάμεις των Λιβανέζων «φαλαγγιτών», με τη σφαγή του Τελ-αλ-Ζαατάρ (1976). Τέλος, για να θυμηθούμε και ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα, στη διάρκεια του πρώτου πολέμου κατά του Ιράκ (1991) οι παλαιστίνιοι εργάτες, με το πρόσχημα ότι η ΟΑΠ υποστήριξε το καθεστώς του Σαντάμ, εκδιώχθηκαν από τα αραβικά κράτη του Κόλπου, για να αντικατασταθούν με φτηνότερους και λιγότερο «απείθαρχους» εργαζόμενους από χώρες της Άπω Ανατολής (Φιλιππίνες, Ταϋλάνδη, κλπ.). Mέχρι το 1967 το καθεστώς καπιταλιστικής συσσώρευσης στο Iσραήλ χαρακτηριζόταν από το διευρυμένο ρόλο του κράτους και της Histadrut. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός κρατικών επιχειρήσεων, ενώ το 24% των μισθωτών απασχολείτο σε εταιρείες και συνεργατικές που συνδέονταν με τη Histadrut. Tο κράτος επένδυε στην υποδομές και την κατοικία, ενώ ταυτόχρονα παρείχε επιδοτήσεις και κίνητρα στο ιδιωτικό κεφάλαιο το οποίο με τα χρόνια κατέληξε ν’ απορροφήσει το δημόσιο κεφάλαιο. H κατοχή του 1967 έβγαλε το καθεστώς εντατικής συσσώρευσης από την κρίση στην οποία είχε περιέλθει εκείνη την εποχή και το μετέτρεψε σε προστατευμένη πολεμική οικονομία βασισμένη στα οπλοδολλάρια, την αμερικανική βοήθεια και το στασιμοπληθωρισμό. Η πίεση όμως που άσκησε η πρώτη Ιντιφάντα του 1987, μια σειρά διεθνών γεωπολιτικών εξελίξεων (κατάρρευση του μπλοκ του κρατικού καπιταλισμού το 1989, ένταξη των περισσότερων αραβικών κρατών στην υπό την ηγεσία των HΠA συμμαχία εναντίον του Ιράκ το 1991), η μείωση του παγκόσμιου εμπορίου όπλων και η αυξανόμενη διεθνοποίηση της ισραηλινής οικονομίας την οδήγησαν στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 σε κρίση συσσώρευσης. H νεοφιλελεύθερη φράξια του κεφαλαίου που βρισκόταν στην εξουσία ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ΄70 αναγκάστηκε έτσι να περάσει από τα «κέρδη του πολέμου» στα «μερίσματα της ειρήνης». Tο Ισραήλ πρότεινε το 1992 για πρώτη φορά ένα σχέδιο σταδιακής διευθέτησης του «παλαιστινιακού ζητήματος» απευθείας στους παλαιστίνιους ηγέτες και όχι στα αραβικά κράτη. Φυσικά, αυτό το σχέδιο, που κατέληξε στις Συμφωνίες του Όσλο, προτάθηκε στη «μόνη διεθνώς αναγνωρισμένη οργάνωση των παλαιστινίων», την ΟΑΠ, που, όπως δείχνει το κείμενο του Aufheben, αν και είχε ήδη απωλέσει την εμπιστοσύνη του παλαιστινιακού πληθυσμού αρκετά πριν από την πρώτη Ιντιφάντα, μπόρεσε λόγω των αδυναμιών της εξέγερσης και της αναγνώρισής της από το Iσραήλ να ξαναστηθεί στα πόδια της. H ισραηλινή αστική τάξη πίστευε ότι μέσα από τις συμφωνίες θα κατόρθωνε ν’ αναδιαρθρώσει την οικονομία, ν’ απαλλαγεί από ένα ενοχλητικό δημογραφικό και κοινωνικό πρόβλημα και ταυτόχρονα ν’ αναθέσει το κόστος της αστυνόμευσης και αναπαραγωγής της παλαιστινιακής εργατικής τάξης σε μια Παλαιστινιακή Aρχή. Πράγματι, αν και οι δυνάμεις ασφαλείας της παλαιστινιακής αρχής, λόγω του ισχνού οπλισμού τους που προβλεπόταν από τις συμφωνίες του Όσλο, αδυνατούσαν ν’ αμφισβητήσουν την υπεροπλία του κράτους του Ισραήλ, ήταν εν τούτοις υπεραρκετές για την αστυνόμευση του παλαιστινιακού πληθυσμού των κατεχομένων εδαφών. Συγχρόνως η ισραηλινή αστική τάξη είχε και άλλα οφέλη από τις συμφωνίες του Όσλο. Πρώτον, οι σχέσεις του Ισραήλ με τον αραβικό κόσμο μπήκαν σε μια τροχιά εξομάλυνσης και καταργήθηκε το εμπάργκο που είχαν επιβάλλει οι αραβικές χώρες στο κράτος του Ισραήλ και στις εταιρίες που συνεργάζονταν με αυτό. Δεύτερον, από τη στιγμή που η οριστική διευθέτηση του εδαφικού ζητήματος είχε παραπεμφθεί σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις, το Ισραήλ μπόρεσε, όντας σε θέση ισχύος, να συνεχίσει τον εποικισμό των κατεχόμενων εδαφών, «τακτοποιώντας» εβραίους που μετοίκησαν στο Ισραήλ κυρίως από την ΕΣΣΔ μετά τη διάλυσή της? τρίτον, βρήκε το χρόνο ν’ αντικαταστήσει τους απείθαρχους παλαιστίνιους εργάτες με πιο πειθαρχημένους μετανάστες? και, τέταρτον, δε στερήθηκε τη δεξαμενή φτηνού εργατικού δυναμικού που αποτελούν τα κατεχόμενα εδάφη, από τη στιγμή που, σε συνεργασία με παλαιστίνιους υπεργολάβους, μια σειρά ισραηλινών επιχειρήσεων εγκαταστάθηκαν στις «παρυφές» των κατεχομένων εδαφών, εκμεταλλευόμενες το διαθέσιμο φτηνό εργατικό δυναμικό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ισραηλινή αστική τάξη διασφάλισε επίσης ότι δεν επρόκειτο να αναπτυχθεί στα εδάφη υπό τον έλεγχο της EΠΑ (Eθνική Παλαιστινιακή Αρχή) μια αυτόνομη παλαιστινιακή οικονομία ανταγωνιστική προς την ισραηλινή.*
Tο κείμενο του Aufheben σταματάει στους πρώτους μήνες της δεύτερης Iντιφάντα η οποία υποκινήθηκε από τη δυσαρέσκεια του παλαιστινιακού πληθυσμού για τις επιπτώσεις του Όσλο. Στα τέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν από τη συγγραφή του κειμένου έχουν σημειωθεί σημαντικές αλλαγές τόσο σε τοπικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Σε τοπικό επίπεδο, το κράτος του Ισραήλ περιόρισε δραστικά τις αρμοδιότητες της ΕΠΑ, καταστρέφοντας πολλές από τις υποδομές που είχαν δημιουργηθεί στις πολιτικά αυτόνομες παλαιστινιακές περιοχές. Επίσης για τέσσερα σχεδόν χρόνια «πάγωσε» οποιαδήποτε πολιτική πρωτοβουλία, αρνούμενο να έχει επαφές με τον Γιασέρ Αραφάτ, πρόεδρο της ΕΠΑ. Ο ίδιος ο Αραφάτ όλα αυτά τα χρόνια παρέμεινε ουσιαστικά «αιχμάλωτος» μέσα στο αρχηγείο του στη Ραμάλα, αφού το Ισραήλ αρνιόταν να εγγυηθεί ότι θα του επιτραπεί να επιστρέψει στη Ραμάλα εάν αποφάσιζε να μεταβεί σε μια άλλη περιοχή υπό τη δικαιοδοσία της ΕΠΑ. Το κράτος του Ισραήλ προέβαλε την αιτιολογία ότι η ΕΠΑ και ο Αραφάτ προσωπικά συνεργάζονται με τους τρομοκράτες και θεωρούσε ως απαραίτητο όρο για την επανάληψη των συνομιλιών τον τερματισμό των επιθέσεων εναντίον των πολιτών και των στρατιωτών του. Tο πραγματικό ζήτημα με τον Aραφάτ ήταν ότι, παρά τη συνεργασία του με το κράτος του Iσραήλ τα προηγούμενα χρόνια, βόλευε να χρησιμοποιηθεί ως αποδιοπομπαίος τράγος. Ήταν αυτός που, για να περισώσει τη φθίνουσα δημοτικότητά του το 2000, είχε απορρίψει τη «γεναιόδωρη προσφορά» του Mπαράκ στο Kαμπ Nτέηβιντ (βλ παρακάτω, σελ. 65). Παράλληλα το κράτος του Ισραήλ προσπάθησε να καθορίσει τις εξελίξεις μέσα στην ΕΠΑ καθώς και στο εσωτερικό των παλαιστινιακών οργανώσεων, συλλαμβάνοντας ορισμένα μέλη τους, ανάμεσά τους και τον Μαρβάν Μπαργούτι, υψηλόβαθμο στέλεχος της Φατάχ, της μεγαλύτερης παλαιστινιακής οργάνωσης την οποία ίδρυσε ο ίδιος ο Αραφάτ. O Μπαργούτι ήταν πολύ δημοφιλής στους παλαιστίνιους και θεωρείτο ως ένας από τους πιθανούς «διαδόχους» του Αραφάτ. Tαυτόχρονα, το κράτος του Ισραήλ εντατικοποίησε την πολιτική των «επιλεκτικών δολοφονιών», επιλέγοντας ως στόχους ηγετικά στελέχη των παλαιστινιακών πολιτικών οργανώσεων. Τα πιο γνωστά θύματα αυτής της πολιτικής είναι χωρίς αμφιβολία ο Σεΐχης Γιασίν, πνευματικός ηγέτης της Χαμάς, και ο διάδοχός του στην ηγεσία της οργάνωσης, ο Αμπντέλ Αζίζ Αλ Ραντίζι. Με αυτές τις δολοφονίες , το κράτος του Ισραήλ έθεσε τέρμα στην «ασυλία» που απολάμβαναν τα στελέχη των πολιτικών οργανώσεων, υπενθυμίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι όλοι οι παλαιστίνιοι ανεξαιρέτως αποτελούν εν δυνάμει στόχους. Έτσι, το 2004 ο Aμπού Mάζεν, στέλεχος της Φατάχ και δεξί χέρι του Aραφάτ, μπόρεσε να εμφανιστεί και να διαφημιστεί ως «ρεαλιστής», αφού όλοι οι παλαιστίνιοι εθνικιστές που τον στηρίζουν είχαν εν τω μεταξύ φτάσει σε πολιτικό και στρατιωτικό αδιέξοδο. Ταυτόχρονα, το κράτος του Ισραήλ υιοθέτησε μια σκληρή πολιτική αντιποίνων ενάντια στον παλαιστινιακό πληθυσμό εν γένει, πραγματοποιώντας πολύνεκρες επιδρομές σε πόλεις και προσφυγικούς καταυλισμούς που βρίσκονται στο εσωτερικό των αυτόνομων παλαιστινιακών περιοχών (σύμφωνα με τις ισραηλινές αρχές «ορμητήρια των τρομοκρατών»), κατεδαφίζοντας οικίες παλαιστινίων και πραγματοποιώντας πολυάριθμες συλλήψεις ως απάντηση στις επιθέσεις αυτοκτονίας εναντίον αμάχων ή στρατιωτών. Σε διεθνές επίπεδο, το κράτος του Ισραήλ όλο αυτό τον καιρό διέθετε την αμέριστη υποστήριξη των ΗΠΑ, οι οποίες άσκησαν πιέσεις μόνο προς την παλαιστινιακή πλευρά. Μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους και την κήρυξη του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», το κράτος του Ισραήλ έγινε ο κύριος στρατηγικός εταίρος των ΗΠΑ στην προσπάθειά τους να επανασχεδιάσουν ριζικά το χάρτη της περιοχής. Πρόσφατα οι ΗΠΑ δήλωσαν ότι οι μελλοντικές διαπραγματεύσεις μεταξύ του κράτους του Ισραήλ και της ΕΠΑ για την εξεύρεση μιας πολιτικής λύσης στο «παλαιστινιακό ζήτημα» θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους την πληθυσμιακή πραγματικότητα που διαμόρφωσε η παρουσία των εβραϊκών οικισμών εποίκων στη Δυτική Όχθη. Ένα από τα βασικά μέτρα που υιοθέτησε το κράτος του Ισραήλ για να απαντήσει, όπως λέει, στις επιθέσεις εναντίον του ―επιθέσεις που το ίδιο τροφοδότησε μετά το 2000― ήταν ο αποκλεισμός των αυτόνομων παλαιστινιακών περιοχών ή ο αποκλεισμός των περιοχών από τις οποίες υποτίθεται ότι προέρχονταν οι δράστες των επιθέσεων. Kαθώς οι περισσότεροι παλαιστίνιοι εργάτες απασχολούνταν σε επιχειρήσεις μέσα στο Ισραήλ, το μέτρο αυτό τους στέρησε το εισόδημα τους. Σήμερα, η πλειοψηφία των παλαιστινίων ζει με λιγότερο από ένα δολάριο τη μέρα. Eπιπλέον «πάγωσε» κάθε οικονομική δραστηριότητα στις παλαιστινιακές περιοχές.[2] Ήδη από την πρώτη Ιντιφάντα είχε παρουσιαστεί η τάση αντικατάστασης του παλαιστινιακού εργατικού δυναμικού με εργάτες που προέρχονταν από την Ανατολική Ευρώπη. Αυτό το γεγονός είχε ως αποτέλεσμα ήδη από τότε την αύξηση της ανεργίας ανάμεσα στους παλαιστίνιους. Αυτό το «πλεονάζον» εργατικό δυναμικό δεν μπόρεσε να απορροφηθεί στις οικονομικές δομές που αναπτύχθηκαν στις αυτόνομες παλαιστινιακές περιοχές μετά τις Συμφωνίες του Όσλο (μοναδική εξαίρεση ίσως αποτελεί η κατηγορία των πρώην μαχητών της Φατάχ, και πρόσφατα και των άλλων οργανώσεων, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό στελέχωσαν την αστυνομία και τις δυνάμεις ασφαλείας της ΕΠΑ). Σήμερα αυτή η κατάσταση έχει επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο καθώς ο αποκλεισμός των παλαιστινιακών εδαφών σε συνδυασμό με τη διάλυση των δομών της ΕΠΑ και την κατασκευή του Τείχους Ασφαλείας έχουν οδηγήσει ένα μεγάλο κομμάτι των παλαιστίνιων μακριά από την παραγωγική διαδικασία, αναγκάζοντάς το να βασίζεται στη διεθνή βοήθεια ή στη φιλανθρωπία για να επιβιώσει. Λόγου χάρη, στην Τζενίν, η ανεργία μετά το ξέσπασμα της δεύτερης Ιντιφάντα άγγιξε το 68% από 48% που ήταν πριν απ’ αυτήν. Στο κοινωνικό επίπεδο αυτή η νέα πραγματικότητα έχει οδηγήσει και σε μια σημαντική επιδείνωση της θέσης της γυναίκας μέσα στην παλαιστινιακή κοινωνία. Αν και οι παλαιστίνιες είναι από τις πιο μορφωμένες γυναίκες του αραβικού κόσμου και κατά τη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα συμμετείχαν ενεργά στην εξέγερση, κατακτώντας ένα σημαντικό βαθμό χειραφέτησης, τώρα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. H μαζική ανεργία που πλήττει τους άντρες και η συνεπακόλουθη κοινωνική περιθωριοποίησή τους, τους αφήνει ως μοναδικό χώρο στον οποίο μπορούν να ασκήσουν την κυριαρχία τους το χώρο του σπιτιού ασκώντας βία εις βάρος των γυναικών και επιβάλλοντας τη συμμόρφωσή τους με τους παραδοσιακούς οικογενειακούς κανόνες. Επίσης η διάλυση μεγάλου μέρους των κοινωνικών δομών επιτρέπει να μένουν ατιμώρητα τα «εγκλήματα τιμής» και τα εγκλήματα σεξουαλικής κακοποίησης στο εσωτερικό της οικογένειας και ιδιαίτερα τα αιμομικτικά. [3] Αν ο αποκλεισμός των παλαιστινιακών εδαφών έχει απομακρύνει πολλούς παλαιστίνιους εργάτες από τις θέσεις εργασίας τους στο Ισραήλ, η κατασκευή του Τείχους Ασφαλείας έρχεται για πολλοστή φορά μέσα σε έναν αιώνα να εκδιώξει τους παλαιστίνιους αγρότες από τη γη τους, συνεχίζοντας την αέναη διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης. Το Τείχος Ασφαλείας προτάθηκε για πρώτη φορά το Nοέμβριο του 2000 από τον τότε πρωθυπουργό Mπαράκ και άρχισε να οικοδομείται τον Iούνιο του 2002. Σύμφωνα με τις ισραηλινές αρχές το Τείχος αποτελεί την απάντηση του κράτους του Ισραήλ στις συνεχιζόμενες επιθέσεις αυτοκτονίας κατά των ισραηλινών πόλεων και των στρατιωτικών φυλακίων στις διόδους προς το Ισραήλ. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα σχέδια το μήκος του θα φτάνει τα 620 χλμ.? το Tείχος αποτελείται από ένα ηλεκτροφόρο συρμάτινο φράχτη (στα σημεία που βρίσκονται κοντά σε πόλεις και χωριά είναι τσιμεντένιος) εφοδιασμένο με συστήματα συναγερμού και παρακολούθησης για να διαπιστώνονται τυχόν παραβιάσεις του. Κατά μήκος του Tείχους είναι τοποθετημένοι πύργοι ελέγχου και φυλάσσεται από περιπολίες μηχανοκίνητων τμημάτων του ισραηλινού στρατού. Οι παλαιστίνιοι θα εφοδιαστούν με ειδικές άδειες για να περνούν από τις ειδικές πύλες που προβλέπεται να κατασκευαστούν. Αν και ο δηλωμένος σκοπός του Tείχους είναι να αποκόψει και να «προφυλάξει» τα ισραηλινά εδάφη και τους εβραϊκούς οικισμούς εποίκων στη Δυτική Όχθη, ο ουσιαστικός σκοπός του είναι να αποκόψει τα αυτόνομα παλαιστινιακά εδάφη μεταξύ τους και, το κυριότερο, να αποκόψει τους κατοίκους των αγροτικών περιοχών από τη γη τους και τους φυσικούς πόρους. Μόνο για την κατασκευή του Tείχους απαιτείται η απαλλοτρίωση γεωργικών εκτάσεων που ανήκουν σε παλαιστίνιους αγρότες, η καταστροφή των καλλιεργειών και του αρδευτικού δικτύου. Μετά την ολοκλήρωση του Tείχους μέσα στο 2005 υπολογίζεται ότι μεγάλες αγροτικές εκτάσεις θα γίνουν απροσπέλαστες για τους παλαιστίνιους αγρότες, στερώντας τους έτσι το μοναδικό μέσο βιοπορισμού τους και προλεταριοποιώντας τους περαιτέρω. Eάν συνυπολογίσουμε τις επιπτώσεις και σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες όπως το εμπόριο, τα αυτόνομα παλαιστινιακά εδάφη τείνουν να μετατραπούν αποκλειστικά σε «δεξαμενές» φτηνής, ευέλικτης εργατικής δύναμης, η οποία θα είναι δυνατό να αξιοποιηθεί στις βιομηχανικές ζώνες που το κράτος του Ισραήλ σκοπεύει να εγκαταστήσει από κοινού με τα γειτονικά του κράτη κοντά στα παλαιστινιακά εδάφη. Πρόκειται για μια προσαρμογή του νοτιοαφρικανικού μοντέλου των «νησίδων ανάπτυξης» (growth points). Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται η πρόσφατη συμφωνία που υπέγραψε το Ισραήλ με την Αίγυπτο, για τη δημιουργία μιας τέτοιας ζώνης, σαν πρώτο βήμα για μια στενότερη οικονομική και πολιτική συνεργασία. Επίσης το κράτος του Ισραήλ ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση να διαθέσει τα χρήματα που προόριζε ως βοήθεια προς την ΕΠΑ για την κατασκευή παρόμοιων βιομηχανικών ζωνών στη Λωρίδα της Γάζας, χωρίς όμως ανταπόκριση από την Ε.Ε. Σε αυτές τις βιομηχανικές ζώνες (ήδη κατασκευάζονται δύο και προβλέπεται η κατασκευή συνολικά εννέα) ο μισθός των παλαιστίνιων εργατών θα είναι το ένα τρίτο του μισθού των ισραηλινών εργατών.[4] Αν και η κατασκευή του Tείχους έχει κριθεί παράνομη από το διεθνές δικαστήριο της Χάγης και σε ορισμένα σημεία έχουν υπάρξει αλλαγές στα αρχικά σχέδια σύμφωνα με αποφάσεις ισραηλινών δικαστηρίων ύστερα από προσφυγές παλαιστινίων της Δυτικής Όχθης, η κυβέρνηση του Ισραήλ μοιάζει αμετακίνητη στην απόφασή της να ολοκληρώσει το Tείχος, ως μέρος μιας γενικότερης πολιτικής που προωθείται με το σχέδιο μονομερούς «αποχώρησης» από τα κατεχόμενα εδάφη. Αυτό το σχέδιο προβλέπει τη διάλυση των εβραϊκών οικισμών εποίκων στη Λωρίδα της Γάζας με την ταυτόχρονη επέκταση των οικισμών στη Δυτική Όχθη και την ντε φάκτο προσάρτηση αυτών των εδαφών στο κράτος του Ισραήλ. Πρόκειται για τη βίαιη επιβολή του σχεδίου που ο Mπαράκ αδυνατούσε να επιβάλλει με «ειρηνικά» μέσα πριν την έκρηξη της δεύτερης Iντιφάντα.*
Μια σημαντική διαφορά μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης Ιντιφάντα είναι ο βαθμός στρατιωτικοποίησης της δεύτερης και ο κυρίαρχος ρόλος που παίζουν σε αυτήν οι ένοπλες πολιτικές οργανώσεις. Όπως δείχνει και το κείμενο του Aufheben, κυρίαρχο χαρακτηριστικό της πρώτης Ιντιφάντα ήταν η μεγάλη συμμετοχή του παλαιστινιακού προλεταριάτου, ανεξαρτήτως ηλικίας ή φύλου. Το γεγονός ότι το κύριο όπλο αυτής της Ιντιφάντα ήταν οι πέτρες, ένα όπλο προσιτό σε όλους, καθώς και το γεγονός ότι ο αγώνας ενάντια στον ισραηλινό στρατό εκδηλωνόταν μέσω μαζικών κινητοποιήσεων, όπως οι πορείες, οι απεργίες και ο πετροπόλεμος, έδινε τη δυνατότητα ενεργούς συμμετοχής σε ευρεία στρώματα του παλαιστινιακού πληθυσμού. Στη δεύτερη Ιντιφάντα αυτό το σκηνικό ανατράπηκε τελείως καθώς το κύριο βάρος της σύγκρουσης ανέλαβαν οι ένοπλες ομάδες της Φατάχ και η στρατιωτική πτέρυγα της Χαμάς. Tο ίδιο το περιεχόμενο της σύγκρουσης άλλαξε, πράγμα που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι ομάδες αυτές επικεντρώθηκαν σε εθνικιστικές μορφές δράσης, όπως η πραγματοποίηση επιθέσεων εναντίον οικισμών εποίκων, εναντίον των φυλακίων στις διόδους προς το Ισραήλ και εναντίον των ισραηλινών πολιτών στις πόλεις του Ισραήλ. Οι επιχειρήσεις που διεξάγουν αυτές οι οργανώσεις, συνήθως επιθέσεις αυτοκτονίας κατά πολιτών στις ισραηλινές πόλεις ή εκτόξευση αυτοσχέδιων πυραύλων κατά ισραηλινών στόχων γενικά, δε σκοπεύουν να πλήξουν την αδιαμφισβήτητα ανώτερη πολεμική ικανότητα του κράτους του Ισραήλ αλλά ν’ αυξήσουν την αποδοχή αυτών των οργανώσεων μέσα στην παλαιστινιακή κοινωνία στα πλαίσια της διαμάχης για την εξουσία ανάμεσα στη Φατάχ και τη Χαμάς. Επίσης, κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ο έλεγχος της Ιντιφάντα από τις παραπάνω οργανώσεις και επαναφομοιώνονται οι τάσεις ριζοσπαστικής αμφισβήτησης της παλαιστινιακής αστικής τάξης που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα και στην αρχή της δεύτερης όταν οι διαδηλωτές επιτέθηκαν με πέτρες ενάντια στην αστυνομία της ΕΠΑ που φρουρούσε τις διόδους πρόσβασης προς το Ισραήλ.*
Λόγω της μεγάλης απήχησης της Χαμάς τα τελευταία χρόνια, αξίζει να σταθούμε στη διαρκώς αυξανόμενη επιρροή του ισλαμισμού στην Παλαιστίνη. Αν και το πολιτικό Ισλάμ έγινε ευρύτερα γνωστό μόλις τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη, η ύπαρξή του είναι πολύ παλαιότερη. Η καταγωγή πολλών σύγχρονων ισλαμιστικών οργανώσεων μπορεί να εντοπιστεί στην οργάνωση των Αδελφών Μουσουλμάνων, η οποία ιδρύθηκε στην Αίγυπτο το 1928 απ’ το δάσκαλο Hassan al-Banna. Η οργάνωση αυτή προπαγάνδιζε την ανάγκη επιστροφής των μουσουλμάνων στην αυστηρή εφαρμογή του ιερού νόμου (της Σαρία) ως αντίδοτου στη διαφθορά των ηγετών των μουσουλμανικών κρατών και την υποδούλωση των μουσουλμάνων στις Δυτικές δυνάμεις. Σκοπός της ήταν η εγκαθίδρυση ενός πραγματικά ισλαμικού κράτους ικανού να αναχαιτίσει τη Δυτική επιρροή. Η επιτυχία της βασίστηκε στο «φιλανθρωπικό» έργο της, το οποίο κάλυπτε ανάγκες των πλατιών μαζών που δεν ικανοποιούσαν οι υπηρεσίες του κράτους, και στη μεγάλη τακτική ευελιξία που έδειχνε όσον αφορά τις πολιτικές συμμαχίες της. Αν και, όπως προαναφέραμε, ο απώτερος στόχος των Αδελφών Μουσουλμάνων ήταν η εγκαθίδρυση ενός ισλαμικού κράτους, δε δίσταζαν να συνάπτουν συμμαχίες με κοσμικές οργανώσεις (συνδικάτα, φιλελεύθερους ή σταλινικούς) ή να χρησιμοποιούν τα μέσα που τους προσφέρει η αστική δημοκρατία (κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση) εάν πίστευαν ότι αυτό μπορούσε να εξυπηρετήσει τον απώτερο στόχο τους. Πάνω στην επιτυχία των Αδελφών Μουσουλμάνων βασίστηκαν και άλλες ισλαμικές οργανώσεις στις μουσουλμανικές χώρες, επιδεικνύοντας την ίδια «τακτική ευελιξία». Έτσι πολλές από αυτές τις οργανώσεις ιδρύθηκαν ή συντηρούνται χάρη στη βοήθεια από την κεντρική κρατική εξουσία, το τοπικό κεφάλαιο ή κάποιες ξένες δυνάμεις. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα είναι η αλγερινή GIA, που χρηματοδοτήθηκε από τις ΗΠΑ, οι αφγανοί Ταλιμπάν που υποστηρίχτηκαν από τις ΗΠΑ και το Πακιστάν, η Χεζμπολά στον Λίβανο, η οποία χρηματοδοτείται από το Ιράν και δρα σε συνεργασία με τη Συρία, σύμμαχο του Ιράν. Σε πολλές χώρες η δράση των ισλαμιστικών οργανώσεων ενθαρρύνθηκε και χρηματοδοτήθηκε από δεξιές ή αριστερές κυβερνήσεις είτε ως αντίβαρο στη δύναμη πολιτικών οργανώσεων και κομμάτων που απειλούσαν την εξουσία τους είτε ως μορφή ενσωμάτωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας και των προλεταριακών εξεγέρσεων (βλ. τα παραδείγματα της Τουρκίας και της Αλγερίας αντίστοιχα τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80). Tο πολιτικό Iσλάμ, αν και αυτοπαρουσιάζεται ως αντικαπιταλιστικό, δεν αποτελεί καμιά απειλή για την ταξική κοινωνία: η μόνη ισότητα που προσφέρει είναι η μετά θάνατον. Eξάλλου, οι πολυεθνικές συνεργάζονται άριστα με πλήρως ή εν μέρει ισλαμικά καθεστώτα για τον επιπλέον λόγο ότι αυτά καταφέρνουν να έχουν μεγάλο έλεγχο της εργατικής τάξης τους προσφέροντάς της μια ιδεολογία που μυστικοποιεί την καπιταλιστική κοινωνική σχέση. Oι ισλαμιστές μπορεί να παραπέμπουν στην απαγόρευση του τόκου απ’ το Kοράνι αλλά παραλείπουν να πουν ότι η αντίθεση πλούτου και φτώχειας αποτελεί συνθήκη που το Kοράνι και τα άλλα ιερά κείμενα αποδέχονται και εγκρίνουν. Εκείνα τα καπιταλιστικά κράτη που χρησιμοποιούν τον ισλαμισμό κατά βάση για την πειθάρχηση του προλεταριάτου τους γεννούν αναπόφευκτα ακραίες ισλαμιστικές οργανώσεις, τις οποίες κατόπιν προσπαθούν να μετατρέψουν από πρόβλημα σε μέσο εξαγωγής των εσωτερικών πολιτικών συγκρούσεων που δημιουργεί η κατ’ ανάγκη αντιφατική πολιτική τους ή σ’ ένα «όπλο» της εξωτερικής πολιτικής τους. Η αποστολή εθελοντών στους μουτζαχεντίν του Αφγανιστάν από τη Σαουδική Αραβία, απάλλαξε τη δυναστεία των Σαούντ από πολλούς ανεπιθύμητους υπηκόους της, ενώ η χρηματοδότηση ισλαμικών ιδρυμάτων ανά τον κόσμο αυξάνει το κύρος της σαουδαραβικής δυναστείας στα μάτια των πιστών. Το ίδιο κράτος, αν και απαγορεύει τη δράση ακραίων ισλαμιστικών οργανώσεων στο έδαφός του, χρηματοδοτεί ανάλογες οργανώσεις στο εξωτερικό, όπως οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι και η Χαμάς, στα πλαίσια της άσκησης της εξωτερικής πολιτικής του. Στην Παλαιστίνη η κύρια παλαιστινιακή ισλαμιστική οργάνωση, η Χαμάς, ιδρύθηκε το 1978 από το Σεΐχη Αχμέντ Γιασίν και είχε τότε την επωνυμία Αλ Μουτζάμα Αλ Ισλάμι. Αρχικά η δράση της οργάνωσης περιοριζόταν στην προπαγάνδα και τη φιλανθρωπία. Οι ισραηλινές αρχές είδαν με καλό μάτι την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της λόγω της ρητορικής της ενάντια στην κοσμική ΟΑΠ και της μετάθεσης του εθνικού αγώνα για την «απελευθέρωση» της Παλαιστίνης στο απώτερο μέλλον, αφού «ωριμάσουν οι συνθήκες». Χάρη στην οικονομική υποστήριξη της Σαουδικής Αραβίας και τα στραβά μάτια των ισραηλινών αρχών, η οργάνωση του Γιασίν μπόρεσε σχετικά γρήγορα να αυξήσει την επιρροή της, ιδιαίτερα στη Λωρίδα της Γάζας, λόγω της προνοιακής πολιτικής που ακολούθησε, ανακουφίζοντας τους κατοίκους της φτωχότερης περιοχής της Παλαιστίνης. Το 1988 μετά το ξέσπασμα της πρώτης Ιντιφάντα, ο Γιασίν μετονόμασε την οργάνωσή του σε Χαμάς (Ισλαμικό Κίνημα Αντίστασης), η οποία εξελίχτηκε σε μια από τις πιο μαχητικές ένοπλες παλαιστινιακές οργανώσεις και έναν από τους πιο «θανάσιμους» εχθρούς του Ισραήλ. Στόχοι της Χαμάς, στην ιδρυτική της διακήρυξη, είναι η ανακατάληψη ολόκληρης της Παλαιστίνης, η εκδίωξη των «σιωνιστών» και των «σταυροφόρων» και η επαναφορά του ισλαμικού νόμου ως πυξίδας για την κοινωνική ζωή, ως ένα μέσο για την «αποκατάσταση των αδικιών» και την «εξαφάνιση της διαφθοράς». Θεωρεί τον εθνικισμό κομμάτι της θρησκευτικής πίστης και κηρύσσει ότι είναι πρωταρχικό καθήκον των πιστών, αντρών και γυναικών, να πολεμούν τους «ξένους» που εισβάλλουν στα «εδάφη των μουσουλμάνων». Σύμφωνα με τη Χαμάς, ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των παλαιστινίων εντάσσεται στο γενικότερο αγώνα των αράβων και όλων των μουσουλμάνων ενάντια στο Σιωνισμό, και για αυτό το λόγο αποτελεί ατομικό καθήκον του κάθε μουσουλμάνου η υποστήριξη της παλαιστινιακής υπόθεσης. Προβάλλει την κοινωνική αλληλεγγύη και την ηθική και οικονομική αλληλοϋποστήριξη των μουσουλμάνων ως ένα μέσο αντίστασης στους εισβολείς και ως μέσο εθνικής επιβίωσης στις συνθήκες της κατοχής. Παρόμοιο είναι και το πρίσμα μέσα από το οποίο βλέπει και τις υπόλοιπες κοινωνικές δραστηριότητες: παιδεία και τέχνη πρέπει να «αποκαθαρθούν» από τα «ξένα» στοιχεία και να τεθούν στην υπηρεσία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και της οικοδόμησης ενός κράτους με μουσουλμανικό χαρακτήρα. Η Χαμάς αντιτάχθηκε στις Συμφωνίες του Όσλο, προβάλλοντας πιο μαξιμαλιστικούς στόχους (όπως την ολοκληρωτική καταστροφή του κράτους του Ισραήλ) και δε συμμετείχε στη συγκρότηση της ΕΠΑ, προτιμώντας το ρόλο της «συνετής»-ήπιας αντιπολίτευσης. Θεωρούσε ότι καμία πολιτική ηγεσία δεν είναι εξουσιοδοτημένη να απεμπολήσει τα δικαιώματα των μουσουλμάνων πάνω σε εδάφη που τους ανήκουν, εκχωρώντας την κυριαρχία τους στους «άπιστους» (στη συγκεκριμένη περίπτωση, στους ισραηλινούς). Tο 1994, μετά την επίθεση ενός εβραίου εποίκου εναντίον μουσουλμάνων πιστών σε τέμενος της Χεβρώνας, η Χαμάς εγκαινίασε την τακτική των επιθέσεων εναντίον ισραηλινών πολιτών και εποίκων. Αυτή η τακτική, άγνωστη στην πρώτη Ιντιφάντα, αν και μεθοδεύτηκε κυρίως από τη Χαμάς, χρησιμοποιήθηκε, μετά την έκρηξη της δεύτερης Iντιφάντα, και από οργανώσεις που πρόσκεινται στη Φατάχ όπως οι Ταξιαρχίες των Μαρτύρων του Αλ-Aκσά. Υπάρχουν και περιπτώσεις στις οποίες αυτές οι δύο οργανώσεις, αν και υποτίθεται ότι εμπνέονται από διαφορετικές ιδεολογίες, συνεργάστηκαν στην οργάνωση κοινών επιχειρήσεων. Το 1996, στις εκλογές για την ανάδειξη των οργάνων της Εθνικής Παλαιστινιακής Αρχής, η Χαμάς αρνήθηκε να συμμετάσχει για να μη νομιμοποιήσει τις συμφωνίες του Όσλο, αλλά συμπαθούντες της Χαμάς παρουσιάστηκαν ως ανεξάρτητοι υποψήφιοι. Στο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη Ιντιφάντα οι δραστηριότητες της Χαμάς βρέθηκαν πολλές φορές στο στόχαστρο τόσο των ισραηλινών αρχών όσο και των δυνάμεων ασφαλείας της ΕΠΑ. Όμως το γεγονός αυτό τη βοήθησε να εισπράξει τη διογκούμενη δυσαρέσκεια τόσο για τη διαφθορά της ΕΠΑ και την αδυναμία της τελευταίας να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής των παλαιστινίων, όσο και για την παρελκυστική πολιτική του Ισραήλ όσον αφορά την ίδρυση ενός «βιώσιμου» παλαιστινιακού κράτους. Η επιρροή της Χαμάς φάνηκε ακόμα πιο καθαρά στη διάρκεια της δεύτερης Ιντιφάντα. Αν και απέφυγε να έρθει σε ευθεία σύγκρουση με τη Φατάχ, την κύρια αντίπαλό της για τη διεκδίκηση της παλαιστινιακής ηγεσίας, δε δίστασε να πραγματοποιήσει ενέργειες τις οποίες η ΕΠΑ αποδοκίμασε, όπως οι επιθέσεις αυτοκτονίας εναντίον πολιτών στις ισραηλινές πόλεις. Θα ήταν εσφαλμένο να θεωρήσουμε τις ενέργειες αυτές ως μια απλή και μη οργανωμένη, ατομική εκδήλωση οργής που υπαγορεύεται από την επιδείνωση της θέσης των παλαιστινίων. Oι επιθέσεις αυτές αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου πολιτικού σχεδιασμού, τον οποίο δε λαμβάνουν υπόψη τους όσοι τις υποστηρίζουν επικαλούμενοι μια ηθικίστικη λογική και την «απελπισία» των δραστών. Aντίθετα, απαιτούν συνθήκες πραγματικού ή φανταστικού πολέμου, οργάνωση, εκπαίδευση, πληροφόρηση, υλικές υποδομές, προπαγάνδα, οικονομικούς πόρους και φυσικά μια πολιτική ηγεσία που τις οργανώνει στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης στρατηγικής. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο το γεγονός ότι είναι συγκεκριμένες οι ομάδες ή οι αντιλήψεις στη M. Aνατολή (αλλά και αλλού) που στηρίζουν, εκθειάζουν και προωθούν αυτές τις πρακτικές τις οποίες βέβαια κεφαλαιοποιούν για αυτοδιαφημιστικούς λόγους. Aκόμα κι αν δεχτούμε ότι τα συγκεκριμένα άτομα τα οποία αναλαμβάνουν να τις διεκπεραιώσουν σπρώχνονται από «απόγνωση», τα κίνητρά τους δεν είναι ποτέ μονοσήμαντα. Oύτως ή άλλως, δεν μπορούμε να εξηγούμε μια συγκεκριμένη πρακτική με κοινωνικές συνέπειες και πολιτικό σχεδιασμό μόνο με βάση προσωπικές επιλογές. Eίναι άλλωστε γνωστό ότι οι ενέργειες αυτές δεν είναι μια αυθόρμητη κίνηση «απελπισίας», αλλά ακολουθούν μια συγκεκριμένη θρησκευτική τελετουργία και προετοιμασία, που εντάσσεται στην αντεπαναστατική ιδεολογία του μάρτυρα και της «θυσίας». [5] Oι επιθέσεις αυτοκτονίας δεν επιλέγονται κυρίως με βάση την αποτελεσματικότητά τους (η στρατιωτική υπεροχή του Iσραηλινού κράτους είναι δεδομένη και δεν απειλείται από αυτές), αλλά με βάση την αύξηση του κύρους της εκάστοτε οργάνωσης που αναλαμβάνει την ευθύνη και το πλήγμα που επιφέρει στο ηθικό του αντιπάλου. H αντιδραστική φύση αυτών των επιθέσεων έχει επίσης να κάνει και με τη λογική της «συλλογικής ευθύνης» την οποία αποδίδουν στους ισραηλινούς, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας ή ταξικής θέσης. Aυτή η λογική, που ορίζει πως η ενοχή έχει φυλετική βάση (δηλ. όλοι οι εβραίοι), δυστυχώς μοιάζει να πείθει ένα κομμάτι του λεγόμενου επαναστατικού χώρου τόσο στην Eλλάδα όσο και αλλού, διαφορετικά δε θα υπήρχε λόγος ν’ αναφερθούμε εκτεταμένα σ’ αυτήν την απάνθρωπη (για θύτες και θύματα) και αντεπαναστατική τακτική. Tέλος, άμεσο αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών είναι η δημιουργία ενός γενικού κλίματος φόβου σε όλα τα επίπεδα της ισραηλινής κοινωνίας, το οποίο, σε συνδυασμό με την άμβλυνση του ταξικού ανταγωνισμού, ευνοεί την αναζήτηση προστασίας από το κράτος και την αποδοχή κατασταλτικών μέτρων και μηχανισμών τόσο απέναντι στους παλαιστίνιους όσο και στο εσωτερικό της ισραηλινής κοινωνίας.[6] Σήμερα η Xαμάς έχει προσχωρήσει στο στρατόπεδο του «πολιτικού ρεαλισμού». Δέχεται πλέον τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα του 1967, πράγμα που ισοδυναμεί με έμμεση αναγνώριση του ισραηλινού κράτους, ενώ προτίθεται επίσης να συμμετάσχει στην EΠA.*
Aυτό που φαίνεται ως αδυναμία επίτευξης μίας «μόνιμης λύσης του παλαιστινιακού» και οι διαρκείς αναπροσαρμογές της τακτικής τόσο της ισραηλινής όσο και της παλαιστινιακής αστικής τάξης σχετίζονται με το γεγονός ότι στις ταξικές κοινωνίες είναι αδύνατον να βρεθεί μια μόνιμη λύση που να ικανοποιεί τη λαιμαργία του κεφαλαίου για συσσώρευση και ταυτόχρονα να μπορεί να κρατά πειθαρχημένους και «ικανοποιημένους» τους εργάτες. Στον καπιταλισμό, ο πόλεμος δεν είναι παρά η συνέχιση της αστικής «ειρήνης», δηλ. η συνέχιση του ταξικού ανταγωνισμού με άλλα μέσα. Η αστική τάξη του Ισραήλ, προκειμένου να επαναφέρει προσωρινά την καπιταλιστική «ειρήνη», γνωρίζει ότι πρέπει να κάνει κάποιες «παραχωρήσεις» στους παλαιστίνιους έτσι ώστε ν’ αποκτήσουν ένα κρατικό μόρφωμα, που έστω και αν στην ουσία θα είναι εξαρτημένο από το Ισραήλ, θα πρέπει να τους παρέχει κάποια εχέγγυα «αυτονομίας» ―το μοντέλο του νοτιοαφρικάνικου Mπαντουστάν φαίνεται να την ικανοποιεί. Ταυτόχρονα οι παραχωρήσεις που μπορεί να κάνει είναι περιορισμένες, γιατί ο εποικισμός των κατεχομένων εδαφών (τελευταία μορφή κοινωνικής πολιτικής στο Iσραήλ) της επιτρέπει να συνεχίσει να ενσωματώνει τους εβραίους που καταφθάνουν από διάφορες περιοχές του κόσμου, προσδοκώντας σε μια άμεση βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου. Αρκεί να αναφέρουμε ότι οι έποικοι από 19.700 το 1979 έγιναν 100.000 το 1993 και σήμερα έχουν φτάσει περίπου τους 350.000. Από την άλλη όμως η διαιώνιση της κατοχής φέρνει την αντίδραση των παλαιστινίων, η οποία έχει συνέπειες και στην οικονομία του Ισραήλ. Ήδη το 2000, πριν την έκρηξη της δεύτερης Iντιφάντα, η «παγκοσμιοποιημένη» πλέον ισραηλινή οικονομία (το 50% των 20 μεγαλύτερων εταιρειών στο Iσραήλ είναι ξένης ιδιοκτησίας) είχε εκτεθεί στη διεθνή, εκείνη την εποχή, τροχιά ύφεσης. H Iντιφάντα επιδείνωσε την κατάσταση: πτώση του τουρισμού κατά 2/3 το 2002, μείωση της βιομηχανικής παραγωγής και του εμπορίου, διαδοχικές μειώσεις του ακαθάριστου κατά κεφαλήν εθνικού προϊόντος μετά το 2001. Tαυτόχρονα όμως η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης λόγω των συγκρούσεων έδωσε τη δυνατότητα στο ισραηλινό υπουργείο οικονομικών να συνεχίσει με πιο επιθετικό τρόπο τη νεοφιλελεύθερη πολιτική του με μικρότερες αντιδράσεις απ’ ό,τι πριν. Tο «Σχέδιο Eξυγίανσης της Iσραηλινής Oικονομίας» που τέθηκε σε ισχύ το 2003 θα μειώσει ως το 2020 τις συντάξεις στο 11% του μέσου μισθού και θα περικόψει δραστικά τα οικογενειακά επιδόματα των πολυτέκνων και το επίδομα ανεργίας. Ήδη η μία στις πέντε οικογένειες μισθωτών (κυρίως εβραίοι της Aνατολής) βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας. Στόχος του κράτους είναι να αναγκάσει τους ισραηλινούς προλετάριους να πάρουν τη θέση των 250.000 μεταναστών, από τους οποίους πάνω από 50.000 είχαν απελαθεί στα τέλη του 2003. Tαυτόχρονα η κατασκευή του Tείχους, με μικρότερα οικοδομικά μεροκάματα από πριν, έχει αντιστρέψει την κρίση του κατασκευαστικού τομέα. Όσον αφορά την παλαιστινιακή αστική τάξη, ή καλύτερα τη φράξια της που κυριαρχεί αυτή τη στιγμή, αυτή βρίσκεται σε χειρότερη θέση. Για να εξακολουθήσει να παίζει το ρόλο του «υπεργολάβου» της αστικής τάξης του Ισραήλ θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να μπορέσει να παράσχει στον πληθυσμό των κατεχομένων όσα υποτίθεται ότι πρέπει να παρέχει ένα κράτος στο πληθυσμό του: ασφάλεια και μια σειρά στοιχειωδών κοινωνικών «υπηρεσιών». Και βέβαια θα πρέπει να εξασφαλίσει τη δημιουργία μιας, έστω και μικρής, βιώσιμης «εθνικής εστίας» για τους παλαιστίνιους. Tαυτόχρονα, για να συνεχίσει να λαμβάνει την υποστήριξή των HΠA και του Iσραήλ θα πρέπει να μπορεί να εκτελεί με επιτυχία τα αστυνομικά της καθήκοντα. (Aς θυμηθούμε ότι οι παλαιστινιακές δυνάμεις ασφαλείας εξοπλίστηκαν και εκπαιδεύτηκαν τη δεκαετία του ‘90 με τη βοήθεια του Iσραήλ). Συνεπώς, θα μπορούσαμε συνοπτικά να πούμε ότι σε μεγάλο βαθμό το «παλαιστινιακό ζήτημα» συνίσταται στην ύπαρξη μιας μεγάλης μάζας «ξένου» εργατικού δυναμικού που στα μάτια του ισραηλινού καπιταλιστικού κράτους «πλεονάζει». Δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η μεγάλη μάζα των παλαιστινίων (η εθνότητα με τον υψηλότερο ρυθμό δημογραφικής ανάπτυξης στον κόσμο) δεν μπορεί να ενσωματωθεί μέσα στο Ισραήλ επειδή αυτό θα σήμαινε ότι η ισραηλινή αστική τάξη θα έπρεπε να τους συμπεριλάβει στο «κοινωνικό συμβόλαιό» της με την ισραηλινή εργατική τάξη σε μια στιγμή που, με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική που ακολουθεί, προσπαθεί ν’ αναθεωρήσει αυτό το «συμβόλαιο» εις βάρος των δικών της εργατών. Συγχρόνως, η ενσωμάτωση των παλαιστινίων των κατεχομένων εδαφών στο κράτος του Ισραήλ με την ιδιότητα του ισραηλινού πολίτη θα έθετε σε κίνδυνο τον «εβραϊκό χαρακτήρα» του κράτους αυτού. Εξίσου «προβληματική» ήταν και παραμένει η ενσωμάτωση των παλαιστινίων που κατέφυγαν στις αραβικές χώρες. Ενώ ήταν ως ένα βαθμό καλοδεχούμενοι ως φτηνό εργατικό δυναμικό, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, το αντίστοιχο εθνικιστικό «κοινωνικό συμβόλαιο» αυτών των αραβικών χωρών ποτέ δεν επέτρεψε την πλήρη και ισότιμη ενσωμάτωσή τους. Παρέμειναν πάντα στο καθεστώς του «πρόσφυγα», ενώ πολλές φορές όπως είδαμε η δράση τους ως προλετάριοι που προσπαθούν να αντιδράσουν στο καθεστώς υποτέλειας στο οποίο βρίσκονται, τους έφερε σε σύγκρουση με τις άρχουσες τάξεις των χωρών που τους υποδέχθηκαν. Η μόνη «λύση» που μοιάζει να τους προσφέρεται στα πλαίσια μιας αστικής ειρήνης είναι ο περιορισμός τους σε μια ανοικτή φυλακή, υπό τη μορφή ενός ανεξάρτητου ή ημι-ανεξάρτητου Παλαιστινιστάν, η φύλαξη του οποίου θα ανατεθεί σε εκείνο το κομμάτι της παλαιστινιακής αστικής τάξης που θα μπορεί να εξασφαλίζει από τη μια ένα μίνιμουμ συναίνεσης στο εσωτερικό και από την άλλη την υποστήριξη της «διεθνούς κοινότητας».*
H στάση του περισσότερου κόσμου στην Eλλάδα απέναντι στο «παλαιστινιακό ζήτημα», πέρα από τον παραδοσιακό αντισημιτισμό, έχει επηρρεαστεί εδώ και δεκαετίες από την αντι-ιμπεριαλιστική ανάλυση της αριστεράς. Σύμφωνα με αυτήν την ανάλυση, ο αγώνας για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους αποτελεί τη συμβολική και πραγματική αιχμή του δόρατος ενάντια στον (αμερικάνικο) ιμπεριαλισμό στη Mέση Aνατολή. H Παλαιστίνη θεωρείται ότι αποτελεί έναν από τους αδύναμους κρίκους της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής αλυσίδας και η υποστήριξη του αγώνα για τη «λευτεριά» της αποτελεί καθήκον όλων των «προοδευτικών» ανθρώπων που κόπτονται επίσης για την «εθνική ανεξαρτησία» της Eλλάδας. Aν και τα τελευταία χρόνια η φιλανθρωπική πολιτική του κινήματος υπέρ της «κοινωνίας των πολιτών» παρουσιάζει άνοδο ανάμεσα στους υποστηρικτές του εθνικού παλαιστινιακού κινήματος, η κλασική αντι-ιμπεριαλιστική ανάλυση κρατάει εντούτοις γερά. Έχει βρει μάλιστα οπαδούς και μέσα στο νεόκοπο ρεύμα του αναρχοαριστερισμού. Όπως είναι αναμενόμενο, στις αναφορές του αντι-ιμπεριαλισμού στην αραβοϊσραηλινή διαμάχη των τελευταίων πενήντα χρόνων γίνεται συχνά λόγος για ό,τι χωρίζει τους ισραηλινούς και τους άραβες. Oι ισραηλινοί εργάτες αντιμετωπίζονται ως «εργατική αριστοκρατία» (σύμφωνα με το κλασικό λενινιστικό λεξιλόγιο) και οι παλαιστίνιοι εργάτες ως «θύματα» που «ό,τι κι’ αν κάνουν είναι δικαιολογημένο». Tο «ό,τι κι’ αν κάνουν» δεν αναφέρεται σχεδόν ποτέ στους αγώνες που δίνουν κατά καιρούς ενάντια στα παλαιστινιακά αφεντικά αλλά στις γνωστές επιθέσεις αυτοκτονίας. Σπάνια ακούμε να γίνεται λόγος για τις μορφές συνεργασίας που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στις δύο κοινότητες και ιδιαίτερα για τις συναντήσεις τους στο πεδίο της ταξικής πάλης. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η συνεργασία των αράβων και εβραίων εργατών που απασχολούνταν στους σιδηροδρόμους στη διάρκεια του μεσοπολέμου, όταν η Παλαιστίνη βρισκόταν υπό τη βρετανική Eντολή. H σιδηροδρομική εταιρεία αποτελούσε έναν από τους μεγαλύτερους εργοδότες της εποχής εκείνης και, παράλληλα με ευρωπαίους εργαζόμενους, απασχολούσε ένα σημαντικό αριθμό αράβων και εβραίων εργαζομένων. Ταυτόχρονα οι σιδηροδρομικοί αποτέλεσαν έναν από τους πρώτους κλάδους εργαζομένων που οργανώθηκαν σε συνδικαλιστικά σωματεία. Αρχικά δημιουργήθηκε ένα σωματείο από τους εβραίους εργάτες, ενώ σύντομα και οι άραβες εργάτες επιχείρησαν να οργανωθούν. Οι άραβες εργάτες προσέγγισαν τους εβραίους συναδέλφους τους προκειμένου να προσχωρήσουν στο ήδη υπάρχον σωματείο. Εμπόδιο σε αυτή τους την πρόθεση στάθηκε το γεγονός ότι το εβραϊκό σωματείο ήταν συνδεδεμένο με τη Histadrut, τη σιωνιστική ομοσπονδία των εβραϊκών σωματείων, που θεώρησε ότι η είσοδος των αράβων εργατών θα υπονόμευε την «εθνική» αποστολή των εβραϊκών σωματείων. Αρχικά προτάθηκε η τοποθέτηση των αράβων σε ένα ξεχωριστό, καθαρά αραβικό τμήμα του σωματείου, ώστε η παρουσία τους να μην αποτελεί τροχοπέδη στους «εθνικούς» στόχους του. Όμως, τελικά, κάτω από την πίεση της οργάνωσης των Εργατών της Σιών - Αριστερά, μιας οργάνωσης που βρισκόταν στην άκρα αριστερά του σιωνιστικού κινήματος και η οποία διέθετε την πλειοψηφία στην ηγεσία του σωματείου των σιδηροδρομικών, οι άραβες εργάτες έγιναν δεκτοί σε ένα ενιαίο σωματείο μαζί με τους εβραίους συναδέλφους τους. Αν και αυτή η συμβίωση δεν διήρκεσε πολύ και οι άραβες σιδηροδρομικοί τελικά προχώρησαν στην ίδρυση ενός δικού τους σωματείου, η πίεση από τη βάση και των δύο σωματείων, οδήγησε τις ηγεσίες τους στη συνεργασία. Αυτή η συνεργασία κορυφώθηκε την περίοδο του B’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι ανάγκες του πολέμου ευνόησαν την ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής στην Παλαιστίνη και την αύξηση του αριθμού των εργατών σε μια σειρά κλάδων. Αυτή την περίοδο αναπτύσσεται ιδιαίτερα και η συνεργασία της βάσης των σιδηροδρομικών με την οργάνωση κοινών απεργιών και μια τριήμερη κατάληψη των εργοταξίων της Χάιφα από τους εργάτες των δύο κοινοτήτων, το 1944. H συνεργασία θα επαναληφτεί και μετά το τέλος του πολέμου, το 1946, με μια απεργία που θα παραλύσει τη βρετανική διοίκηση και η οποία θα καταδικαστεί τόσο από τους άραβες όσο και από τους εβραίους εθνικιστές. Μετά τη δημιουργία του Κράτους του Ισραήλ η κοινή δράση ισραηλινών και αράβων δε θα εξαφανιστεί αλλά θα περιοριστεί στο πολιτικό κυρίως επίπεδο. Eνδεικτικά μόνο αναφέρουμε τη συνεργασία ανάμεσα στην ισραηλινή σοσιαλιστική οργάνωση Matzpen και το Παλαιστινιακό Δημοκρατικό Mέτωπο τη δεκαετία του ‘60, που σε κοινές διακηρύξεις τους υποστήριζαν τη δι-εθνική λύση της «μετατροπής του Iσραήλ σε ένα κανονικό κράτος για ολόκληρο τον πληθυσμό του», γυναικείες οργανώσεις που συσπειρώνουν ισραηλινές και παλαιστίνιες φεμινίστριες, ειρηνιστές ακτιβιστές της «κοινωνίας των πολιτών» και εβραίους αναρχικούς που διατηρούν επαφές με παλαιστινιακές οργανώσεις και συμμετέχουν στις διαμαρτυρίες για την οικοδόμηση του Τείχους που χωρίζει τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη σε θύλακες. Tο μειονέκτημα αυτών των (θαρραλέων, πρέπει να παραδεχτούμε) μειοψηφικών πολιτικών κινητοποιήσεων είναι ότι εγκλωβίζονται σε μια «πολιτική της ταυτότητας» ή στις μονοθεματικές καμπάνιες για την αποχώρηση του ισραηλινού στρατού από τα κατεχόμενα. Στόχος της παρούσας έκδοσης είναι να δείξει ότι η έξοδος από τη βαρβαρότητα του καπιταλιστικού πολέμου και της καπιταλιστικής ειρήνης βρίσκεται μόνο σε ένα διεθνιστικό, ταξικό κίνημα που δεν μπορεί παρά να αγκαλιάζει ολόκληρη τη Mέση Aνατολή. Όλα τα άλλα δεν καταλήγουν παρά σε εθνικιστικές-δημοκρατικές φλυαρίες που το μόνο που μπορούν να υποσχεθούν είναι η διαιώνιση της αλληλοσφαγής των προλετάριων. Σημειώσεις: [1] Περισσότερα για την ιστορία του Σιωνισμού βλέπε στο Παράρτημα 1 στο τέλος του παρόντος βιβλίου. [back] [2] Βέβαια αυτό δεν ισχύει για όλους. Πολλοί παλαιστίνιοι επιχειρηματίες εισάγουν αδασμολόγητο τσιμέντο από την Αίγυπτο και το μεταπουλούν σε ισραηλινές κατασκευαστικές εταιρίες οι οποίες το χρησιμοποιούν στην κατασκευή του διαβόητου Τείχους Ασφαλείας στη Δυτική Όχθη (βλ. σχετικό άρθρο στην Καθημερινή, 16/1/2005). Mάλιστα, σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα Telegraph (25/7/2004), το τσιμέντο προοριζόταν αρχικά για επιδιορθώσεις παλαιστινιακών σπιτιών που είχαν ισοπεδωθεί απ’ τον ισραηλινό στρατό. Σημειωτέον, όλα αυτά εν γνώσει του Aραφάτ. Άλλωστε, στη Γάζα, ο Aραφάτ μέσω της Al-Bahr, μιας μη-νόμιμα καταγραμμένης εταιρείας που στήθηκε στο όνομα της γυναίκας του, επιδίωκε να κυριαρχήσει στον τομέα της οικοδομής, της υγείας, της ψυχαγωγίας και των υπολογιστών εκβιάζοντας μικρότερες εταιρείες σε «συνεργασία». Eπίσης, ο Aραφάτ ήλεγχε νόμιμες εταιρείες που είχαν το μονοπώλιο σε προϊόντα όπως πετρέλαιο, τσιμέντο και αλεύρι και λειτουργούσαν σε συνεννόηση με το Iσραήλ. Τα κέρδη δε πήγαιναν στον κρυφό λογαριασμό του Aραφάτ που είχε ανοίξει στο Tελ-Aβίβ ο πρώην ισραηλινός πρωθυπουργός Γιτζάκ Pάμπιν. Σύμφωνα μάλιστα με παλιότερο άρθρο της Guardian (24/4/1997), υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ότι ο παλαιστίνιος υπουργός Eσωτερικών Tζαμίλ Tαρίφι είχε αναλάβει ως εργολάβος να κατασκευάζει οικισμούς εποίκων. (Bλ. Palestinian Nationalism, Revolutionary Perspectives, #7, 1997). Aν αναφέρουμε τα παραπάνω δεν είναι για να καταγγείλουμε τη «διαφθορά» της EΠA, αλλά για να τονίσουμε όπως και το κείμενο του Aufheben, ότι η λούμπεν αστική τάξη της Παλαιστίνης, όπως τώρα έτσι και σε οποιοδήποτε πιθανό μελλοντικό κρατικό μόρφωμα, αντίθετα με τις επίσημες διακηρύξεις της, θα είναι αναγκασμένη να κάνει business με την ισραηλινή αστική τάξη από μειονεκτική θέση. [back] [3] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση των γυναικών στην Παλαιστίνη σήμερα, βλ. το άρθρο «Iντιφάντα, κεκλεισμένων των θυρών για τις γυναίκες», Aυγή, 19/9/2004, αναδημοσίευση από τη Le Monde. [back] [4] Bλ. «Il voto serve a legittimare i bantustan», Il Manifesto, 6/1/2005 και «Cairo-Washington, passando per Tel Aviv», ό.π., 15/12/2004. [back] [5] Αυτή η τελετουργία δεν μας θυμίζει απελπισμένους αλλά εμπνευσμένους ανθρώπους μιας και αυτό ακριβώς το κλίμα μαρτυρά και μόνο το ότι υπάρχουν βίντεο για τον καθένα απ’ όσους αυτοκτονούν όπου μιλάνε για την πράξη που θα κάνουν. Επιπλέον σε αυτά τα βίντεο η διάθεση των «μελλοθάνατων» συνήθως διακατέχεται από μια έπαρση ή τουλάχιστον μια ομολογία πίστης σύμφωνη με τα «ιερά» κείμενα και «στόματα» που συχνά αναφέρουν. Eίναι απαραίτητο να σημειώσουμε πως σε πολλές περιπτώσεις οι άνθρωποι που τις πραγματοποιούν είναι, με τα δεδομένα της Παλαιστίνης, άτομα υψηλότερης κοινωνικής θέσης και μόρφωσης (π.χ. απόφοιτοι πανεπιστημίου), τα κίνητρα των οποίων αφορούν την αδυναμία επίτευξης στόχων προσωπικής ανόδου σε ένα κοινωνικο-οικονομικό σύστημα το οποίο λόγω της γενικότερης κρίσης αδυνατεί να ικανοποιήσει τις βλέψεις τους. Kίνητρο των δραστών επίσης είναι η μετά θάνατον ηρωοποίηση (δρόμοι, νοσοκομεία κλπ παίρνουν το όνομα του «μάρτυρα») καθώς και η εξασφάλιση των οικογενειών τους. Eίναι επίσης απαραίτητο να προσθέσουμε πως, σύμφωνα με τη διεθνή ειδησεογραφία, κάποιοι από τους δράστες είναι «ατιμασμένες» γυναίκες οι οποίες αναγκάστηκαν να «αυτοκτονήσουν» επειδή αυτό ήταν το μοναδικό μέσο εξιλέωσής τους για την παράβαση των επιταγών του ισλαμικού νόμου (οι ισλαμιστές ωρύονται για τις δολοφονίες παιδιών απ’ τον ισραηλινό στρατό ―και καλά κάνουν― αλλά δεν έχουν κανένα πρόβλημα να συγκαλύπτουν τη συστηματική κακοποίηση του μισού πληθυσμού, δηλ. των γυναικών). Eνδεικτικά αναφέρουμε την περίπτωση της Pεέμ Aλ-Pιγιασί, μιας 22χρονης μητέρας, που στο φράγμα του Eρέζ, στην έξοδο της Λωρίδας της Γάζας, το Γενάρη του 2004 ανατινάχτηκε μαζί με 4 ισραηλινούς στρατιώτες. H γυναίκα ήταν μέλος της Xαμάς και είχε, όπως ακούστηκε, εξωσυζυγική σχέση. H αυτοκτονία της και η ταυτόχρονη δολοφονία αρκετών ισραηλινών ήταν ο μόνος τρόπος να«εξιλεωθεί». (Bλ το άρθρο που αναφέρεται παραπάνω στη σημείωση 2). [back] [6] Σε μια παρόμοια συσπείρωση κάτω από τις προστατευτικές φτερούγες του κράτους αποσκοπεί και η έξαρση των κατασταλτικών μέτρων στην Eλλάδα και αλλού και η ραγδαία ανάπτυξη της ιδεολογίας της ασφάλειας με αυξανόμενες περιπολίες, πάνοπλους μπάτσους και τα συναφή. [back]Kόκκινο Nήμα-Περιοδικό Ανάρες Μάης 2005
Κατηγορία: Πρόλογοι των βιβλίων (HTML)