Πρόλογος της ελληνικής έκδοσης στο βιβλίο του Σάιντμαν: Αυτοδιαχείριση + Αντιφασισμός = Επανάσταση;
Posted June 2nd, 2006 by Κόκκινο Νήμα Η ελληνική έκδοση του κειμένου του Michael Seidman Η αντίσταση των εργατών στην εργασία στο Παρίσι και τη Βαρκελώνη κατά τη διάρκεια του Γαλλικού Λαϊκού Μετώπου και της Ισπανικής Επανάστασης, 1936-381 συμπίπτει με τη συμπλήρωση εβδομήντα χρόνων από το ξέσπασμα της ισπανικής επανάστασης. Πλήθος αναλύσεων έχει δημοσιευτεί πάνω στα γεγονότα αυτής της περιόδου. Ο λόγος που επιλέξαμε να μεταφράσουμε και να εκδώσουμε το συγκεκριμένο κείμενο είναι ότι αποτελεί μία ανάγνωση συγκεκριμένων γεγονότων της ισπανικής επανάστασης εντελώς διαφορετική από τις συνήθεις μυθοποιητικές προσεγγίσεις που συναντάμε στο ριζοσπαστικό χώρο (αναφερόμαστε κυρίως στο χώρο των αναρχικών-αντιεξουσιαστών). Η ιστορική έρευνα του Seidman περιέχει δύο μέρη. Καθένα από αυτά περιγράφει τις μορφές της αντίστασης των εργατών στην εργασία σε δύο διαφορετικές χώρες της Ευρώπης (την Ισπανία και τη Γαλλία), την ίδια λίγο πολύ περίοδο, δηλαδή την περίοδο της ανόδου των Λαϊκών Μετώπων λίγα χρόνια πριν από την έναρξη του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Στόχος του συγγραφέα, μέσα από τη μελέτη των συγκεκριμένων ιστορικών παραδειγμάτων, είναι να αναδείξει την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στα πολιτικά προγράμματα που ευαγγελίζονται την «απελευθέρωση της εργασίας» (και καταλήγουν να την επιβάλλουν) και την ίδια την καθημερινή πρακτική των προλετάριων. Στην απόσταση αυτή εκφράζεται η αντίφαση της καπιταλιστικής σχέσης (αντίφαση η οποία διατηρείται όσο το κεφάλαιο και το κράτος δεν καταργούνται), δηλαδή το γεγονός ότι ως εκμεταλλευτική σχέση κουβαλά μέσα της την άρνησή της: όπου η μισθωτή εργασία εξακολουθεί να υπάρχει και προσπαθεί να επιβληθεί, γεννά και την αντίσταση απέναντί της. Ο συγγραφέας παραθέτει πληθώρα ιστορικών παραδειγμάτων προλεταριακών αρνήσεων, δεν επιλέγει όμως να εντάξει αυτές τις εμπειρίες σε μια κομμουνιστική κριτική του κόσμου. Ο πρόλογός μας επιδιώκει να συνεισφέρει προς αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση. Επιλέγουμε να εστιάσουμε στο παράδειγμα της Ισπανίας σε όσα γράφουμε παρακάτω, εξαιτίας του γεγονότος ότι εκεί, σε αντίθεση με τη Γαλλία, επικρατούσε το 1936 μία επαναστατική κατάσταση. Αυτό μας επιτρέπει να μελετήσουμε την πρακτική και τις ιδέες των προλετάριων σε μία περίοδο που, από τη μία, οι ταξικοί αγώνες είχαν φτάσει σε ένα επίπεδο που θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας και, από την άλλη, σε ορισμένες περιοχές της χώρας, η εξουσία και η διεύθυνση της παραγωγής βρισκόταν στα χέρια των αντιπροσώπων της εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα, θέλουμε να έρθουμε σε ρήξη με τους μύθους που περιβάλλουν την Καταλωνία και την Αραγώνα του 1936-38. Μύθοι, οι οποίοι αφενός ανάγουν την κολεκτιβοποίηση, την αυτοδιαχείριση της παραγωγής και τον εμφύλιο πόλεμο σε «αδιαμφισβήτητο πρόγραμμα» της επανάστασης και, αφετέρου, δίνοντας έμφαση στη μεγάλη επιρροή των αναρχικών ιδεών στο ισπανικό προλεταριάτο φορτίζουν θετικά τον πολιτικό ρόλο των αναρχικών οργανώσεων. Αυτή η ιδεολογική οπτική της ισπανικής επανάστασης συσκοτίζει μάλλον εκείνη τη συγκεκριμένη προλεταριακή εμπειρία παρά επιτρέπει να χρησιμοποιήσουμε την ιστορική ταξική μνήμη προς όφελος των δικών μας αγώνων σήμερα. Από τη στιγμή που η επανάσταση αποτυγχάνει, από τη στιγμή που η ζωή συνεχίζει να κυριαρχείται από το κεφάλαιο, είμαστε αναγκασμένοι να υποβάλουμε σε κριτική τους προλεταριακούς αγώνες του παρελθόντος και τις πρακτικές των πιο μαχητικών κομματιών της τάξης, ώστε να αναδειχθούν οι αντιφάσεις και τα όριά τους. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι παραβλέπουμε το γεγονός πως στην Ισπανία, τους πρώτους τουλάχιστον μήνες μετά τον Ιούλη του ‘36, υπήρξαν στοιχεία μιας γνήσιας προλεταριακής επανάστασης ούτε ότι υποβαθμίζουμε τις προσπάθειες που έγιναν προς την κομμουνιστική κατεύθυνση, όπως ήταν οι προσπάθειες να κοινωνικοποιηθεί η γη και η παραγωγή και να καταργηθεί το χρήμα. Αυτό που μας ενδιαφέρει να εξηγήσουμε είναι γιατί αυτές οι προσπάθειες απέτυχαν.*
Με το ξέσπασμα του εμφύλιου πολέμου τον Ιούλη του 1936, οι φτωχοί αγρότες και οι εργάτες γης της ζώνης που ελεγχόταν από τους Δημοκρατικούς προχώρησαν, με την ενθάρρυνση των πολιτοφυλακών, σε αυθόρμητες απαλλοτριώσεις της γης των φασιστών και των γαιοκτημόνων που είχαν δραπετεύσει. Το 18.5% της γης κολεκτιβοποιήθηκε. Στην Αραγώνα απαλλοτριώθηκε το 40% της γης· τον Ιούνιο του 1937, στη συγκεκριμένη επαρχία, υπήρχαν 450 κολλεκτίβες με 180.000 μέλη, τα δύο τρίτα περίπου του πληθυσμού της Αραγώνας. Στη Λεβάντε ο αριθμός των κολεκτίβων αυξήθηκε από 340 το 1937 σε 900 στα τέλη του 1938 και αγκάλιασε το 40% του πληθυσμού της επαρχίας.2 Όπως αναφέρει ο Χοσέ Πεϊράτς, «τα απαλλοτριωμένα χωράφια μεταβιβάζονταν στα συνδικάτα και τα συνδικάτα οργάνωσαν τις πρώτες κολλεκτίβες. Η μικρή ιδιοκτησία έγινε σεβαστή, με την προϋπόθεση ότι θα την καλλιεργούσε ο ίδιος ο ιδιοκτήτης ή η οικογένειά του και δεν θα χρησιμοποιούσε μισθωτή εργασία… οι κολλεκτιβιστές τους νοίκιαζαν μηχανήματα και ορισμένα απαραίτητα εφόδια. Ορισμένοι «ατομικιστές» διέθεταν τα προϊόντα τους μέσω των συνεταιρισμών της κολλεκτίβας… Η δουλειά στις κολλεκτίβες γινόταν από ομάδες εργατών, με επικεφαλής έναν αγρότη εκλεγμένο από κάθε ομάδα. Η γη διαιρέθηκε σε καλλιεργούμενες ζώνες. Οι επικεφαλής των ομάδων δούλευαν όπως και οι άλλοι. Δεν υπήρχαν ειδικά προνόμια. Μετά τη δουλειά της ημέρας, αντιπρόσωποι όλων των ομάδων συναντιόνταν στο χώρο της δουλειάς και αποφάσιζαν για τη δουλειά της επόμενης μέρας. Όλοι οι επικεφαλής των ομάδων καθώς και τα μέλη της επιροπής διοίκησης της κολλεκτίβας εκλέγονταν από τη γενική συνέλευση όλων των εργατών. Η γενική συνέλευση αποφάσιζε για όλα τα σοβαρά θέματα και έδινε οδηγίες στους επικεφαλής των ομάδων και στην επιτροπή διοίκησης… Σε ορισμένα μέρη η γη γινόταν δημόσια (δημοτική) ιδιοκτησία».3 Σε ένα πιο ουσιαστικό επίπεδο από αυτό του τρόπου λήψης αποφάσεων (τρόπος ο οποίος δεν εμπόδισε καθόλου, όπως θα δούμε, τον εκφυλισμό των κολεκτίβων), μερικές κολεκτίβες είχαν καταργήσει το χρήμα. «Δεν είχαν σύστημα ανταλλαγής, ούτε καν κουπόνια», σημειώνει ο Σαμ Ντόλγκοφ. «Για παράδειγμα, όταν ένας κάτοικος της Μαγκνταλένα Ντε Πούλπις [ένα χωριό της Λεβάντε] ρωτήθηκε ‘’πώς οργανωθήκατε χωρίς χρήμα; Χρησιμοποιείτε βιβλιάρια με κουπόνια ή κάνετε ανταλλαγή προϊόντων ή τίποτε άλλο;’’ απάντησε: ‘’Τίποτε. Όλοι δουλεύουν και όλοι έχουν το δικαίωμα να πάρουν ο,τιδήποτε τους χρειάζεται δωρεάν. Απλώς πηγαίνεις στο μαγαζί, όπου υπάρχουν όλες οι αναγκαίες προμήθειες. Όλα διανέμονται δωρεάν και μόνο σημειώνεται τι παίρνει ο καθένας’’».4 Ο Αουγκουστίν Σούχυ αναφέρει ότι «τη στιγμή του ανοδικού ρεύματος της επανάστασης, οι αναρχικοί δεν έδωσαν σημασία στο χρήμα… Μερικές φορές τα χαρτονομίσματα ρίχνονταν στη φωτιά, μαζί με θρησκευτικές εικόνες, τίτλους ιδιοκτησίας, κτλ».5 Απόδειξη του κομμουνιστικού πνεύματος που επικρατούσε είναι επίσης το γεγονός ότι, ακόμα και στις πλείστες περιπτώσεις που το χρήμα και η μισθωτή εργασία δεν είχαν καταργηθεί, ο «οικογενειακός μισθός» στις αγροτικές κολεκτίβες δινόταν περισσότερο στη βάση των αναγκών των μελών μιας οικογένειας και λιγότερο στη βάση της προσφερόμενης εργασίας. Στις περισσότερες κολεκτίβες εκδόθηκε τοπικό νόμισμα υπό μορφήν κουπονιών, πιστοποιητικών, μεταλλικών νομισμάτων, βιβλιάριου μερίδων, κτλ. Αυτό συνέβει για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει με το ότι οι αναρχικοί αντιμετώπιζαν πάντοτε το χρήμα σαν ένα απλό λογιστικό εργαλείο, ένα απλό μέσο κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, «ένα μέτρο για τον υπολογισμό της αξίας των αγαθών και των υπηρεσιών»,6 χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι στον καπιταλισμό το χρήμα τείνει να ανεξαρτητοποιείται από το ρόλο του ως μέσου ανταλλαγής και μέτρου των τιμών και να λειτουργεί ως αυτοσκοπός. Το χρήμα, όπως έχει δείξει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, είναι η υλική ενσάρκωση των κοινωνικών σχέσεων που χαρακτηρίζουν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και, στην περίπτωση του πιστωτικού χρήματος, η ολοκληρωμένη «φετιχιστική μορφή του κεφαλαίου». Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μια εθνικοποιημένη οικονομία -όπως ήταν αυτή της δημοκρατικής ζώνης στον ισπανικό εμφύλιο- σύντομα αναδύονται οι αδυναμίες της ύπαρξης διαφορετικών τοπικών νομισμάτων και οι αναρχικοί δεν άργησαν να προσχωρήσουν στην ιδέα μιας εθνικής πιστωτικής τράπεζας, για την οποία μάλιστα είχαν τη ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μη τοκοφόρο κεφάλαιο. O δεύτερος λόγος έκδοσης τοπικού νομίσματος ήταν καθαρά πρακτικός. Η συμμετοχή των αναρχικών στην αστική δημοκρατική κυβέρνηση είχε σαν αποτέλεσμα τη σιωπηρή αποδοχή όχι μόνο της οικονομίας της αγοράς αλλά και μιας συγκεκριμένης πολιτικής ελέγχου των τιμών, η οποία αύξησε τις τιμές των βιομηχανικών προϊόντων κατά 600%-800% και των αγροτικών μόνο κατά 30%-40%. Αυτή η πολιτική ενθάρρυνε τους Καταλανούς έμπορους που αγόραζαν τα αγροτικά προϊόντα της Αραγώνας σε χαμηλές τιμές και τα μεταπωλούσαν στο εξωτερικό. Όλα αυτά οδήγησαν τους αγρότες στην επιλογή της δημιουργίας τοπικών συστημάτων αντιπραγματισμού ή στην απόκρυψη των προϊόντων τους. Η κατακράτηση εμπορευμάτων δημιούργησε με τη σειρά της έλλειψη βασικών ειδών διατροφής στις πόλεις και τους στρατώνες. Η άσκηση βίας εκ μέρους των στρατιωτών στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν τροφή ανάγκαζε τους αγρότες να στραφούν ακόμα περισσότερο προς το μαυραγοριτισμό και τον τοπικισμό. Οι εξωτερικές πιέσεις (παράταση του πολέμου, έλλειψη εργατικών χεριών λόγω υποχρεωτικής στράτευσης, κτλ.) ενδυνάμωσαν τους εσωτερικούς διαχωρισμούς στις κολεκτίβες. Σε πολλές περιπτώσεις ο οικογενειακός μισθός αντικαταστάθηκε από τη σύνδεση μισθού και παραγωγικότητας, ενώ αυξήθηκαν οι φωνές μέσα στο αναρχικό κίνημα για μεγαλύτερο συγκεντρωτικό έλεγχο της παραγωγής –η ίδρυση πιστωτικών οργανισμών που αναφέραμε παραπάνω ήταν μια μόνο πλευρά της συζήτησης που διεξαγόταν στο εσωτερικό των εργατικών οργανώσεων.7*
Στις βιομηχανικές κολεκτίβες, αντίθετα, δεν τέθηκε ποτέ θέμα κατάργησης της μισθωτής εργασίας. Το 75% περίπου της ισπανικής βιομηχανίας βρισκόταν συγκεντρωμένο στην Καταλωνία, οχυρό του αναρχικού εργατικού κινήματος. Με το ξέσπασμα της επανάστασης, η φυγή των καπιταλιστών της Βαρκελώνης από την κυκλοφορία του χρήματος, την παραγωγή και εν τέλει την ίδια την πόλη υπήρξε μαζική. Οι αγωνιστές της CNT, βοηθούμενοι σε αρκετές περιπτώσεις από μέλη της UGT, ανέλαβαν τη διοίκηση των εγκατελλειμένων εργοστασίων. Μερικοί από αυτούς τους νέους μάνατζερ είχαν διατελέσει συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι στο παρελθόν. Η πλειοψηφία των εργατών δεν έδειξε αρχικά καμμιά διάθεση να επιστρέψει στο εργοστάσιο. Τα πρώτα εργοστασιακά συμβούλια συγκροτήθηκαν από αγωνιστές της CNT και της UGT, με τη σύμφωνη γνώμη των εργατών που είχαν αρχίσει να επιστρέφουν. Κολεκτιβοποιήθηκαν οι βιομηχανίες με περισσότερους από εκατό εργάτες, ενώ σε όσες είχαν λιγότερους από πενήντα και τα αφεντικά τους είχαν παραμείνει στην πόλη εφαρμόστηκε η συνδιαχείριση αφεντικού-εργατών. Στις 14 Αυγούστου του 1936 ιδρύθηκε το Οικονομικό Συμβούλιο της Καταλωνίας, με βασικά μέλη τον Ντιέγκο Αμπάντ ντε Σαντιγιάν της FAI, τον Χουάν Φάμπρεγας της CNT, τον Ρουίζ Πονσέτι του PSUC, τον Αντρές Νιν του POUM και ορισμένα στελέχη της UGT και της Esquerra. Στις 24 Οκτωβρίου 1936, το Οικονομικό Συμβούλιο ψήφισε το Διάταγμα για τις Κολεκτιβοποιήσεις, το οποίο επικύρωνε μια ήδη δεδομένη κατάσταση και αντικατόπτριζε το συμβιβασμό των εργατικών ενώσεων και πολιτικών κομμάτων της Καταλανικής αριστεράς.8 Η διατύπωση είναι τόσο σαφής που ο Σούχυ δεν μπορεί να μην παραδεχτεί ότι σύμφωνα με το Διάταγμα «οι κολλεκτιβοποιημένες επιχειρήσεις λειτουργούν με έναν τρόπο περίπου ανάλογο με των ανωνύμων εταιρειών της καπιταλιστικής οικονομίας». Οι παλιοί ιδιοκτήτες, διευθυντές και τεχνικοί διατηρούνται στις θέσεις τους, όπως και όλος ο παλιός καταμερισμός της εργασίας. Τα εργατικά Συμβούλια Επιχειρήσεων αναλαμβάνουν ρόλο ελέγχου, αυστηρής εφαρμογής των κανονισμών και του ωραρίου, ανάπτυξης του κλάδου στον οποίο ανήκουν, κτλ. Τα ξένα συμφέροντα που υπήρχαν στις καταλάνικες επιχειρήσεις γίνονται σεβαστά. Ο Χουάν Φάμπρεγας, το μέλος της CNT που έγινε τελικά πρόεδρος του Οικονομικού Συμβουλίου της Χενεραλιδάδ, ήταν ο αρχιτέκτονας αυτού του «ύψιστου νομικού επιτεύγματος του ελευθεριακού κινήματος». Ξεκίνησε την καριέρα του ως διευθυντής του Ινστιτούτου Οικονομικών Επιστημών της Βαρκελώνης και μπήκε στην CNT αμέσως μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου. Εκεί βρέθηκε σε πολύ οικείο περιβάλλον αφού σαν τον Αμπάντ ντε Σαντιγιάν, ο οποίος τον αντικατέστησε στο Συμβούλιο το Δεκέμβρη του 1936, ο Φάμπρεγας ήταν οπαδός της «ορθολογικής ανοικοδόμησης της εθνικής οικονομίας» υπό την καθοδήγηση των τεχνοκρατών και των πιστωτικών ιδρυμάτων. Ελάχιστη προσοχή έχει δωθεί μέχρι σήμερα στην οικονομική ιδεολογία της CNT. Ήδη από τις αρχές του 20ου αι. αυτοί οι αντικρατιστές και οπαδοί της δημοκρατικής διαχείρισης των εργοστασίων δήλωναν την πίστη τους στην πρόοδο και κατηγορούσαν την ισπανική αστική τάξη ως ανίκανη να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις. Ο Σαντιγιάν, επιφανές στέλεχος της FAI, θαυμαστής του Φορντ και του Τεϋλορισμού -για τον οποίο έγραψε ότι είχε καταφέρει να εξαλείψει τις «μη παραγωγικές κινήσεις του ατόμου»- εξέφρασε τις απόψεις πολλών διανοούμενων του ισπανικού και γαλλικού αναρχικού κινήματος όταν έγραψε ότι: «Μέσα στο εργοστάσιο δεν αναζητούμε τη φιλία… Αυτό που μας ενδιαφέρει μέσα στο εργοστάσιο είναι να γνωρίζει ο συναδελφός μας τη δουλειά του και να την εκτελεί χωρίς τις επιπλοκές που δημιουργεί η απειρία και η άγνοια της λειτουργίας του όλου. Η σωτηρία βρίσκεται στην εργασία, και θα έρθει η ημέρα που οι εργάτες θα επιθυμήσουν αυτή τη σωτηρία. Οι αναρχικοί, η μόνη τάση που δεν επιδιώκει να ζει εις βάρος των άλλων, μάχεται για τον ερχομό αυτής της ημέρας».9 Το Νοέμβρη του 1936 τέσσερις ηγέτες της CNT έγιναν υπουργοί στην κεντρική κυβέρνηση του Λάρ γκο Καμπαλέρο: ο Γκαρθία Ολιβέρ ανέλαβε το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ο Χουάν Πεϊρό το Βιομηχανίας, η Φεντερίκα Μοντσένυ το Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας και ο Χουάν Λόπεζ το Υπουργείο Εμπορίου. Παρά την αποχώρηση των αναρχικών τόσο από την κεντρική όσο και από την καταλανική κυβέρνηση μετά τα γεγονότα του Μάη του 1937, η δύναμη της CNT στον κολεκτιβοποιημένο τομέα της οικονομίας παρέμεινε αναλλοίωτη. Η ενίσχυση της γραφειοκρατίας μέσα στο δημοκρατικό στρατόπεδο αποδίδεται από πολλούς αναλυτές -αναρχικούς ή μη- στην άνοδο των σταλινικών μέσα στο στρατό· άνοδος η οποία αντικατοπτρίζεται στην, εν μέρει επιτυχή, προσπάθειά των τελευταίων να διαλύσουν της κολλεκτίβες της Αραγώνας. Μετά την ανάγνωση του κειμένου του Seidman θα φανεί ότι αυτή η ερμηνεία είναι πέρα για πέρα ανεπαρκής. Η ενίσχυση της γραφειοκρατίας ήταν η απάντηση της νέας ελίτ συνδικαλιστών αγωνιστών στη συνεχιζόμενη ταξική πάλη μέσα στα εργοστάσια. «Η διευθύνουσα τάξη των συνδικαλιστών αγωνιστών, την οποία πρέπει να διακρίνουμε από τα απλά μέλη του συνδικάτου, ήταν βασικά υπεύθυνη για την κολεκτιβοποίηση των εργοστασίων στην Βαρκελώνη… Όποιες και αν ήταν οι διαφορές [της CNT και της UGT] στο ζήτημα των μορφών της διαδικασίας λήψης αποφάσεων που θα υιοθετούσε η νέα τάξη πραγμάτων, δηλ. η επιλογή ανάμεσα σε έναν κρατικό ή συνδικαλιστικό έλεγχο της παραγωγής, υπήρχε μία κατά βάση συμφωνία των οργανώσεων όσον αφορά τους στόχους της παραγωγής. Και οι δύο ήταν υπέρ της συγκεντροποίησης των διασκορπισμένων μικρών εργοστασίων και εργαστηρίων του βιομηχανικού τοπίου της Βαρκελώνης, της τυποποίησης των βιομηχανικών προϊόντων και του εξοπλισμού, του εκσυγχρονισμού των εργαλείων και των κεφαλαιουχικών αγαθών, και της εγκαθίδρυσης μιας ανεξάρτητης από το ξένο κεφάλαιο ισπανικής οικονομίας. Εν ολίγοις, τα συνδικάτα ήθελαν να ορθολογικοποιήσουν τα μέσα παραγωγής μέσα σε ένα ισπανικό εθνικό πλαίσιο… Σύμφωνα με την καθημερινή εφημερίδα της CNT, η Ισπανική Επανάσταση θα προκαλούσε ‘’έναν εθνικό και ψυχολογικό μετασχηματισμό ο οποίος υπήρχε ήδη, εδώ και πολλά χρόνια, μέσα στην καρδιά και τη ψυχή της φυλής (raza)’’».10*
Εδώ λοιπόν έγκειται η πρωτοτυπία του κειμένου του Seidman: αμφισβητεί την «αυθόρμητη» κολεκτιβοποίηση των εργοστασίων και αναδεικνύει την έμπρακτη προλεταριακή κριτική στην πρακτική της αυτοδιαχείρισης της παραγωγής στην επαναστατημένη Βαρκελώνη. Ας σταθούμε λίγο περισσότερο σ’ αυτή τη (δημοκρατική) μορφή επιβολής της (μισθωτής) εργασίας. Είδαμε ότι, στη θεωρία, η CNT αντιμετώπιζε την εργασία ως «φυσική» δραστηριότητα, η οποία δύναται να έχει απελευθερωτική διάσταση αν τα μέσα παραγωγής απαλλοτριωθούν από τα χέρια των αφεντικών-παράσιτων (που καρπώνονται τον μόχθο των εργατών) και αν καταργηθεί η οργανωτική ιεραρχία που τη διέπει στον καπιταλισμό. Είδαμε επίσης ότι στην πράξη η «κατάργηση» ήταν τροποποίηση της οργανωτικής ιεραρχίας. Η αυτοδιαχείριση της παραγωγής ως πρακτική και ως πολιτική αντίληψη δεν εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Ισπανία. Αναδύθηκε καταρχήν μέσα από τη συνεργατική και κολεκτιβιστική τάση του εργατικού κινήματος του 19ου αι., και ο αναρχοσυνδικαλισμός αποτελεί μία από τις εκφράσεις του. Επιπλέον, η πρακτική της κατάληψης των παραγωγικών μέσων και της λειτουργίας τους υπό εργατικό έλεγχο αντανακλούσε μια συγκεκριμένη ταξική σύνθεση, δηλαδή την κυρίαρχη θέση του ειδικευμένου εργάτη στην παραγωγική διαδικασία. Το είδος της δουλειάς των εργατών αυτών τους πρόσφερε μια συνολική εποπτεία της εργασιακής διαδικασίας, γεγονός που τους επέτρεπε να νοηματοδοτούν θετικά την παραγωγική τους δραστηριότητα. Έτσι, ένα κομμάτι τους, προσβλέποντας στη βελτίωση των συνθηκών ζωής του μέσω της απελευθέρωσης της δραστηριότητάς του από τον έλεγχο των διευθυντών και των αφεντικών, επιδίωξε να πάρει το εργοστάσιο στα χέρια του. Πολλά εργοστάσια και άλλοι χώροι εργασίας σε όλη την Ευρώπη βρέθηκαν υπό εργατικό έλεγχο, κυρίως μετά το τέλος του πρώτου παγκόσμιου πολέμου.11 Ωστόσο, βλέπουμε ότι ιστορικά όπου η πρακτική της αυτοδιαχείρισης της παραγωγής δεν ηττήθηκε άμεσα, συνάντησε την άρνηση των εργατών και των εργατριών απέναντι στην εγγενώς αλλοτριωτική και εκμεταλλευτική φύση της εργασίας, είτε αυτή οργανώνεται με τον κλασικό πατερναλιστικό τρόπο είτε με μια δημοκρατική μορφή. Η αυτοδιαχειριστική αντίληψη διατηρήθηκε σε ένα κομμάτι του οργανωμένου ισπανικού εργατικού κινήματος και οδήγησε σε μια πολιτική στρατηγική η οποία, επικεντρώνοντας στο ζήτημα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής (και όχι στην κατάργηση της ιδιοκτησίας και της παραγωγής ως διαχωρισμένης δραστηριότητας), δεν επιδίωξε να απελευθερώσει τις ανθρώπινες σχέσεις από την κυριαρχία του κεφαλαίου, δηλαδή από τη διαμεσολάβηση της αξίας. Από τη στιγμή που δεν επιδιώκει να καταργήσει την προλεταριακή συνθήκη, καταλήγει στην προώθηση μιας εναλλακτικής μορφής διαχείρισης του κεφαλαίου και αναπόφευκτα (όπως φαίνεται και στα παραδείγματα του κειμένου που δημοσιεύουμε) σκοντάφτει πάνω στις (ατομικές και συλλογικές) προλεταριακές αρνήσεις: απεργίες, συστηματικές κοπάνες, αργοπορίες, ψευδείς δηλώσεις ασθένειας, κλοπές, σαμποτάζ, επιβράδυνση του ρυθμού εργασίας, απειθαρχία και αδιαφορία. «Το μίσος για τη δουλειά ήταν από παλιά ένα μόνιμο χαρακτηριστικό της ζωής της ισπανικής εργατικής τάξης. Εξακολουθούσε να υπάρχει αυτό και την περίοδο του Λαϊκού Μετώπου. Αυτή η αντίσταση [στην εργασία] βρισκόταν σε αντίθεση με το πρόγραμμα (το οποίο υποστήριζαν συγκεκριμένα οι αναρχοσυνδικαλιστές) που καλούσε τους προλετάριους να συμμετάσχουν άμεσα στη διεύθυνση του εργασιακού χώρου».12 Η CNT και η UGT θεωρούσαν πως η κοινωνική απελευθέρωση σήμαινε απελευθέρωση της εργασίας και όχι απελευθέρωση από την εργασία, ακολουθώντας την άποψη που είχε κυριαρχήσει στο εργατικό κίνημα. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων θεωρείτο απαραίτητη προς αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, οι πρακτικές άρνησης του προλεταριάτου υπέσκαπταν την «ανάπτυξη», ασκώντας έμπρακτη κριτική στην καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας. Οι οργανώσεις που υποτίθεται ότι εξέφραζαν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης αναγκάστηκαν να λάβουν μέτρα για να κάνουν τους εργάτες και τις εργάτριες να δουλέψουν. Για παράδειγμα, ενώ στην αρχή της επανάστασης καταργήθηκε η αμοιβή με το κομμάτι (πράγμα που αποτελούσε βασική διεκδίκηση των άγριων εργατικών αγώνων ήδη για αρκετά χρόνια πριν το ξέσπασμα της επανάστασης), γρήγορα οι συνδικαλιστικές οργανώσεις την επανέφεραν ως μέτρο για την καταπολέμηση της συστηματικής προλεταριακής απειθαρχίας που είχε σαν αποτέλεσμα την πτώση της παραγωγικότητας. Οι εκκλήσεις για «αυτοπειθαρχία», η απαίτηση δικαιολόγησης των απουσιών από τη δουλειά, οι προσταγές για σεβασμό στις νόρμες της παραγωγής και τις εντολές της διεύθυνσης (που ενσαρκωνόταν πλέον στο πρόσωπο των στελεχών των συνδικάτων) ήταν μερικά από τα μέτρα που πάρθηκαν για να κάμψουν την προλεταριακή απειθαρχία. Όμως, αυτό που έχει για μας σημασία δεν είναι το αν τα συνδικάτα λειτουργούσαν ως περισσότερο ή λιγότερο σκληροί εργοδότες αλλά η γενική μορφή αυτής της παραγωγικίστικης λογικής που τα διακατείχε, δηλαδή η διατήρηση του μισθού (έστω και αυξημένου), άρα και της ανάγκης πώλησης της εργατικής δύναμης ως προϋπόθεσης για τη ζωή.13 Οι κοινωνικοί διαχωρισμοί συνέχισαν να αντανακλώνται στον καταμερισμό της εργασίας και στην ύπαρξη περισσότερο ή λιγότερο υποτιμημένων κομματιών της εργατικής δύναμης: η διατήρηση της ιεραρχίας μισθών ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες (σε ορισμένες περιπτώσεις ο μισθός των γυναικών ήταν ο μισός από αυτόν που έπαιρναν οι άντρες), η διαιώνιση ενός καταμερισμού της εργασίας που τοποθετούσε τις γυναίκες στις περισσότερο υποτιμημένες θέσεις της παραγωγής και σε μεγάλο ποσοστό τις προόριζε για την αναπαραγωγική εργασία του σπιτιού, η αρκετά μικρότερη συμμετοχή των γυναικών σε απεργίες.14 Όλα τα στοιχεία που παρατίθενται στο κείμενο του Seidman δείχνουν ότι η παραγωγικίστικη, αυτοδιαχειριστική ιδεολογία είναι στην ουσία αντεπαναστατική. Η αυτοδιαχείριση στην Ισπανία δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον παλιό κόσμο και αποτέλεσε τροχοπέδη του επαναστατικού κινήματος στη διεύρυνση της τάσης κομμουνιστικοποίησης των κοινωνικών σχέσεων. Δυστυχώς, ακόμα και σήμερα η αυτοδιαχειριστική ιδεολογία είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στους κύκλους του ριζοσπαστικού χώρου και εξακολουθεί να θεωρείται ως μια επαναστατική πρακτική η οποία έρχεται σε αντίθεση με την κλασική μορφή οργάνωσης της εργασίας στον καπιταλισμό.15 Παρότι δεν επιχειρούμε εδώ μια εκτενή ιστορική έρευνα πάνω στην αυτοδιαχείριση, οφείλουμε, με αφορμή το παράδειγμα της Ισπανίας, να καταθέσουμε ορισμένες σκέψεις. Ενώ ήρθε σε ρήξη με τη σοσιαλδημοκρατική παράδοση (κοινοβουλευτική ή μπολσεβίκικη), τονίζοντας πως η χειραφέτηση των εργατών δεν μπορεί παρά να είναι αποκλειστικά δικό τους έργο, η αυτοδιαχείριση της παραγωγής αναπόφευκτα κατέληξε στην επιβεβαίωση των εργατών ως παραγωγικής τάξης που διεκδικεί αυτά που «της ανήκουν». Οι υποστηρικτές της οραματίζονται την επέκταση της δημοκρατίας από την πολιτική στην οικονομία. Θεωρώντας πως η παραγωγή θα πρέπει να οργανώνεται (αμεσο)δημοκρατικά, αναδεικνύουν τη διαδικασία της λήψης αποφάσεων ως τη βασική πτυχή της επίλυσης του κοινωνικού ζητήματος. Πιστεύουν πως με την αντικατάσταση των διευθυντών και των αφεντικών από τα εργατικά συμβούλια ή τις εργατικές συνελεύσεις αλλάζει και το περιεχόμενο της εργασίας. Αποδίδοντας έναν παρασιτικό ρόλο στους εργοδότες-διευθυντές, διατηρούν την αντίληψη ότι αφού ο εργατικός έλεγχος εξορθολογίζει την παραγωγή, μπορεί και να λειτουργήσει την επιχείρηση προς όφελος των ίδιων των εργατών. Ωστόσο, μια επιχείρηση, όσο δημοκρατικά κι αν λειτουργεί, παραμένει μια διαχωρισμένη παραγωγική μονάδα μέσα στην καπιταλιστική αγορά. Αν θέλει να επιβιώσει ως επιχείρηση (και μια επιχείρηση μπορεί να επιβιώσει μόνο ως κεφάλαιο) είναι αναγκασμένη να ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό, άρα το πιθανότερο είναι ότι θα οδηγήσει στη μετατροπή των πιο αφοσιωμένων και μαχητικών εργατών σε νέους διευθύνοντες στην προσπάθεια να λειτουργήσει το αυτοδιαχειριστικό σχέδιο. Η πεποίθηση ότι η κοινωνική απελευθέρωση μπορεί να συνυπάρξει με τη διατήρηση της επιχείρησης μυστικοποιεί το γεγονός ότι το κεφάλαιο είναι κοινωνική σχέση και ότι αυτή καθορίζει τόσο το ρόλο των αφεντικών όσο και των εργατών μέσα στην παραγωγική διαδικασία. Το κεφάλαιο είναι μια απρόσωπη σχέση εκμετάλλευσης. «Οι λειτουργίες που ασκεί ο καπιταλιστής είναι μόνο οι με συνείδηση και θέληση ασκούμενες λειτουργίες του ίδιου του κεφαλαίου». Η κυριαρχία του κεφαλαίου είναι «η κυριαρχία του πράγματος πάνω στον άνθρωπο, της νεκρής εργασίας πάνω στη ζωντανή, του προϊόντος πάνω στον παραγωγό».16 Όποιος βάζει ως προτεραιότητα το ζήτημα της διαχείρισης είναι καταδικασμένος να δημιουργήσει ένα μηχανισμό διεύθυνσης αναγκαστικά διαχωρισμένο από την άμεση εμπειρία των ανθρώπων. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι το πώς οργανώνεται κάτι αλλά τι είναι αυτό που οργανώνεται. Οι πολιτικές απόψεις που βλέπουν τον κόσμο με τα μάτια του κεφαλαίου, δηλαδή ως ένα σύνολο διακριτών σφαιρών, ανάμεσα στις οποίες υπερτονίζουν τη σημασία της πολιτικής διάστασης (δηλαδή του γεγονότος ότι η λήψη αποφάσεων βρίσκεται στα χέρια ενός προνομιούχου κοινωνικού στρώματος), αποκρύπτουν τα νήματα που συνθέτουν την ανθρώπινη εμπειρία, η οποία βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία της αξίας. Η εκμεταλλευτική σχέση δεν είναι μόνο σχέση ιδιοκτησίας ή τρόπος οργάνωσης της ανθρώπινης δραστηριότητας. Το ίδιο το περιεχόμενο της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι αυτό που έχει αλλοτριωθεί. Έτσι, η αλλαγή στο καθεστώς ιδιοκτησίας (από τη στιγμή που η ιδιοκτησία δεν καταργείται) δε σημαίνει ότι αλλάζει και το περιεχόμενο της εργασίας, η οποία παραμένει καπιταλιστική εργασία. Δεν γίνεται κατανοητό ότι το κεφάλαιο, ως ευέλικτη μορφή ταξικής κυριαρχίας, έχει αφομοιώσει την αυτοδιαχειριστική ιδεολογία, θέτοντάς την στην υπηρεσία του. Δεν είναι λίγες οι μικρές αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις (κολεκτίβες), τις οποίες πολλοί αναρχικοί-αντιεξουσιαστές, αλλά και άλλοι άνθρωποι που στελεχώνουν τα νέα (δημοκρατικά) πολιτικά κινήματα, αντί να τις βλέπουν ως μια μορφή ύπαρξης του κεφαλαίου, τις θεωρούν τρόπους εναλλακτικής ζωής έξω από το κεφάλαιο, δηλ. απελευθερωμένες ζώνες στις οποίες η καπιταλιστική εκμετάλλευση σταματάει.*
Είδαμε, μέχρι τώρα, ότι η αντεπανάσταση στην περίπτωση της Ισπανίας εμφανίστηκε ως επιβολή της εργασίας. Το ιδεολογικό όχημα αυτής της επιβολής, όπως θα δούμε, ήταν ο αντιφασισμός ως «επαναστατικός αγώνας». Ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα προλεταριακής εξέγερσης, η οποία με τη συμμετοχή των εργατικών οργανώσεων στον κρατικό μηχανισμό ηττάται και οδηγείται αποκλειστικά στην ένοπλη αντιπαράθεση με το φασισμό. Η ταξική σύγκρουση μετατράπηκε ουσιαστικά σε αντιπαράθεση ανάμεσα στο φασισμό και τη δημοκρατία. Η εξέγερση του Ιουλίου του 1936 κατάφερε να σταματήσει το στρατιωτικό πραξικόπημα και να αποδιοργανώσει τις κρατικές δομές σε πολλές περιοχές της Ισπανίας. Αντί όμως οι εξεγερμένοι να προχωρήσουν στην καταστροφή του κράτους και την προώθηση της κομμουνιστικοποίησης των κοινωνικών σχέσεων, εμπιστεύθηκαν τη βελτίωση της ζωής τους στους πολιτικούς και συνδικαλιστικούς τους αντιπροσώπους και στη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Οι επαναστατικές τάσεις του κινήματος περιθωριοποιήθηκαν ή καταπνίγηκαν και οι οποιεσδήποτε ριζοσπαστικές προσπάθειες απέτυχαν από τη στιγμή που έμειναν μειοψηφικές και δεν ήρθαν σε ρήξη με το πλαίσιο του υφιστάμενου κρατικού σχηματισμού. Οι συνέπειες που είχε η εμπιστοσύνη των προλετάριων στο συνασπισμό εργατικών και πολιτικών οργανώσεων που συμμετείχαν στη νόμιμη εξουσία φαίνονται από τα μέτρα που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, μέτρα που ουσιαστικό στόχο είχαν την οργάνωση του αντιφασιστικού στρατοπέδου με βάση τις δομές ενός καπιταλιστικού κράτους. Ενώ οι εξεγερμένοι συγκροτήθηκαν αρχικά σε πολιτοφυλακές, δηλαδή σε ένα σχηματισμό προλεταριακής αντι-βίας, κατόπιν οργανώθηκαν σε τακτικές ταξιαρχίες, με πειθαρχία, μόνιμους αξιωματικούς και συγκεντρωτική διοίκηση. Ο Σιπριάνο Μέρα, αναρχικός διοικητής, δήλωνε το Δεκέμβριο του 1937: «Το αίμα των συντρόφων μου που χύθηκε στον αγώνα με έκανε να αλλάξω γνώμη. Κατάλαβα τότε ότι αν δε θέλαμε να ηττηθούμε ολοκληρωτικά, έπρεπε να φτιάξουμε το δικό μας στρατό… έναν πειθαρχημένο και ικανό στρατό, οργανωμένο για την άμυνα των εργατών. Δε δίστασα λοιπόν να ωθήσω όλους τους αγωνιστές να αποδεχτούν τις νέες στρατιωτικές αρχές».17 Ταυτόχρονα, στα εργοστάσια, τα οποία ελέγχονταν από τους αντιπροσώπους των εργατών, η εργασία εντατικοποιήθηκε σε σημείο που να απαιτούνται απλήρωτες υπερωρίες και να θεωρούνται στασιαστές όσοι δεν τηρούσαν τις εντολές. Η απαλλοτρίωση των μικροϊδιοκτητών και των μικροεπιχειρηματιών σταμάτησε και η κυβέρνηση ζητούσε να μην πραγματοποιούνται επιθέσεις που θίγουν τις αγγλικές και γαλλικές επενδύσεις στην Ισπανία, με την προσδοκία οι χώρες αυτές να εγκαταλείψουν την πολιτική της μη επέμβασης. Τα λόγια του Ντουρρούτι είναι δηλωτικά της παραπάνω κατάστασης: «Μία μόνο σκέψη, ένας σκοπός: να καταστρέψουμε το φασισμό… Αυτή τη στιγμή, κάνεις δεν ασχολείται με την αύξηση των μισθών ή με τη μείωση των ωρών εργασίας… να αυτοθυσιαζόμαστε, να εργαζόμαστε όσο χρειάζεται… πρέπει να σχηματίσουμε ένα συμπαγές γρανιτένιο μέτωπο. Ήρθε η ώρα τα συνδικάτα και οι πολιτικές οργανώσεις να τελειώνουν οριστικά με τον εχθρό… Στα μετόπισθεν χρειαζόμαστε διοικητικές ικανότητες… Μετά το τέλος του πολέμου ας μην προκαλέσουμε με την ανικανότητά μας, έναν ακόμη εμφύλιο πόλεμο μεταξύ μας… Για να αντιταχθούμε στη φασιστική τυραννία πρέπει να προτάξουμε μία μόνο δύναμη: πρέπει να υπάρχει μία μόνο οργάνωση, με ενιαία πειθαρχία… Η πολιτοφυλακή μας ποτέ δε θα υπερασπιστεί την αστική τάξη, απλώς δε θα της επιτεθεί».18 Οι αναρχικοί επέλεξαν τελικά να συμμετάσχουν στην κεντρική κυβέρνηση και, όπως είπαμε, τέσσερις από τους πιο επιφανείς ηγέτες τους έγιναν υπουργοί. Ο Γκαρθία Ολιβέρ, ηγετικό στέλεχος της FAI, ως υπουργός δικαιοσύνης, «δημιούργησε ειδικά Λαϊκά Δικαστήρια για να αντιμετωπιστούν αδικήματα ενάντια στη δημοκρατία και ίδρυσε στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα οποία οι καταδικασμένοι μπορούσαν, στη θεωρία, να χρησιμοποιηθούν για κάποια επωφελή εργασία».19 Σ’ αυτήν την προσπάθεια υπαγωγής της προλεταριακής δράσης στις κρατικές δομές, εναντιώθηκαν, με συγχυσμένο έστω τρόπο, κομμάτια των εξεγερμένων.20 Πολλοί απ’ αυτούς έβλεπαν ότι ακόμα και τώρα που η εξουσία ήταν στα χέρια των εργατικών οργανώσεων, οι προσδοκίες τους για ελεύθερη ζωή διαψεύδονταν. Το γεγονός όμως αυτό δεν μπόρεσε να αντιστρέψει την υπάρχουσα κατάσταση, το ότι δηλαδή επιχειρείτο να δοθεί στο κοινωνικό ζήτημα μια λύση πολιτική. Από τη στιγμή που οι προλεταριακές κινήσεις δε διατήρησαν (ή δεν κατέκτησαν) την αυτονομία τους, ο κοινωνικός αγώνας σταδιακά στρατιωτικοποιήθηκε και μετατράπηκε σε έναν πόλεμο μεταξύ δύο κρατικών μορφών. Το προλεταριάτο ενεπλάκη σε έναν καπιταλιστικό πόλεμο, υπερασπιζόμενο είτε τη δημοκρατική είτε τη φασιστική μορφή του κράτους. Η επανάσταση, λοιπόν, δεν ηττήθηκε από το φασισμό. Τα στρατεύματα του Φράνκο κατέστρεψαν ό,τι δεν πρόλαβε να καταστρέψει η δημοκρατία. Με την υποταγή στο νόμιμο κράτος, από τους πρώτους κιόλας μήνες της εξέγερσης, το κίνημα ξεκίνησε μια σειρά συμβιβασμών και απομακρύνθηκε από την επαναστατική προοπτική. Οι κοινωνικοποιήσεις που επιχειρήθηκαν, μοιραία απέτυχαν, από τη στιγμή που δεν εντάσσονταν σε μια ευρύτερη διαδικασία κομμουνιστικοποίησης. Εβδομήντα χρόνια μετά, οι αναρχικοί –και κυρίως οι αναρχοσυνδικαλιστές- ακόμα κι όταν δεν εθελοτυφλούν απέναντι στην ποικιλία των προλεταριακών αρνήσεων και τις πρακτικές των εργατικών οργανώσεων κατά τη διάρκεια του Λαϊκού Μετώπου, καταφεύγουν ως επί το πλείστον σε μια σαθρή επιχειρηματολογία: Διατείνονται ότι σε «κατάσταση πολέμου απαιτείται μια ισχυρή δόση πραγματισμού», λες και υπήρχε περίπτωση να γίνει ποτέ κοινωνική επανάσταση σε «νορμάλ», ειρηνικές συνθήκες. Το σωστό εδώ θα ήταν να ειπωθεί ότι η συγκεκριμένη μορφή εμφυλίου πολέμου την οποία επέλεξαν να προωθήσουν δημιούργησε τέτοιες κοινωνικές συνθήκες που οδήγησαν τους ανθρώπους στην αναζήτηση ατομικών τρόπων επιβίωσης. Έπειτα, αν η δυσκολία εφαρμογής των αναρχικών ιδεών είναι τόσο ανυπέρβλητη όσο την παρουσιάζουν, τότε και η πιο στοιχειώδης πολιτική ειλικρίνεια επιβάλλει να τις εγκαταλείψουν και να υιοθετήσουν πιο «πραγματιστικές» ιδέες. Θεωρούν την ανάπτυξη της γραφειοκρατίας εντός των εργατικών οργανώσεων ως αποτέλεσμα της «ήττας της επανάστασης», με την έννοια ότι «μια εργατική οργάνωση δεν μπορεί να είναι πιο επαναστατική από την κοινωνία», ρίχνοντας έτσι το φταίξιμο για την αντεπαναστατική στάση των CNT-FAI στην… «κακούργα κοινωνία».21 Αναδεικνύουν την ένοπλη αντιπαράθεση με τους «αντιδραστικούς» (τον εμφύλιο πόλεμο, με άλλα λόγια) σε προτεραιότητα της επαναστατικής δραστηριότητας. Θα σταθούμε σ’ αυτό το τελευταίο επιχείρημα για να επισημάνουμε ότι η ένταση της βίας δεν προσδίδει αναγκαστικά στους αγώνες ένα ριζοσπαστικό περιεχόμενο. Με το ξεκίνημα ενός προλεταριακού αγώνα, αυτό που διακυβεύεται από μία επαναστατική σκοπιά είναι το κατά πόσο το κίνημα θα κατορθώσει να ξεπεράσει τα όρια που του θέτει το κεφάλαιο, να αποφετιχοποιήσει τις καπιταλιστικές μορφές και να κινηθεί προς την κομμουνιστική κατεύθυνση. Ο αγώνας των Ισπανών προλετάριων, όσο παθιασμένος και βίαιος κι αν ήταν, αποδείχτηκε ανεπαρκής από τη στιγμή που δε διεύρυνε την κομμουνιστική πρακτική. Δεν έστρεψε τα πυρά του ενάντια στα θεμέλια της καπιταλιστικής σχέσης, την αξία και το κράτος, και μετατράπηκε σε αγώνα για την υπεράσπιση της δημοκρατίας. Ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος, ενσωματώνοντας τους εργάτες στο καπιταλιστικό κράτος, ανέστειλε τον κοινωνικό πόλεμο, αποτελώντας την έμπρακτη άρνηση της ταξικής πάλης. Από τη στιγμή που η κοινωνική επανάσταση υποβιβάστηκε σε αντιφασιστικό πόλεμο, ο αγώνας έγινε υπόθεση των ειδικών: πειθαρχημένοι στρατιώτες, ικανοί αξιωματικοί, ανώτερες στρατηγικές, διπλωματικές κινήσεις για να κερδηθεί η υποστήριξη των δημοκρατικών κρατών που ποτέ δε δόθηκε. Οι προλετάριοι και οι αγρότες άρχισαν σιγά-σιγά να αισθάνονται την ένοπλη σύγκρουση ως άσχετη με τα καθημερινά τους προβλήματα. Όπως σωστά παρατηρεί ο Ντωβέ, «από τη στιγμή που μετασχηματίστηκε σε στρατιωτική σύγκρουση, ο αγώνας ενάντια στον Φράνκο έπαψε να είναι υπόθεση προσωπικής αφοσίωσης, έχασε την αμεσότητά του και μετατράπηκε σε μια κινητοποίηση από τα πάνω, σαν όλους τους πολέμους. Μετά τον Ιανουάριο του 1937, οι εθελοντές άρχισαν να λιγοστεύουν και ο εμφύλιος πόλεμος, και στα δύο στρατόπεδα, βασιζόταν πια στην υποχρεωτική στράτευση. Ως αποτέλεσμα, ένας πολιτοφύλακας τον Ιούλιο του 1936, ο οποίος είχε γίνει στρατιώτης ένα χρόνο αργότερα, αν εγκατέλειπε την ταξιαρχία του, αηδιασμένος από την πολιτική των δημοκρατικών, μπορούσε να συλληφθεί και να εκτελεσθεί ως λιποτάκτης».22 Δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι «επαναστάτες» της CNT δεν επιχείρησαν ποτέ να ξεκινήσουν ένα αντάρτικο καταλήψεων γης στα μετόπισθεν του Φράνκο ή να ανακηρύξουν την ανεξαρτησία του Μαρόκου, υπονομεύοντας έτσι την κοινωνική και στρατιωτική βάση των Φαλλαγγιτών. «Ο εμφύλιος πόλεμος είναι η ανώτερη έκφραση της ταξικής πάλης, σύμφωνα με τον Τρότσκι. Σωστά…, αρκεί να προσθέσει κανείς ότι ο εμφύλιος πόλεμος είναι επίσης, πολύ συχνότερα μάλιστα, η μορφή ενός αδύνατου κοινωνικού αγώνα ή ενός κοινωνικού αγώνα που έχει αποτύχει. όταν οι ταξικές αντιθέσεις δεν μπορούν να τεθούν ως τέτοιες, εμφανίζονται ως συγκρούσεις μεταξύ ιδεολογικών ή εθνικών μπλοκ, απομακρύνοντας ακόμα περισσότερο την ανθρώπινη χειραφέτηση».23 Το δίλημμα που πρόβαλαν το ’36 οι CNT-FAI και η UGT («φασισμός ή δημοκρατία») δεν αναδύεται ποτέ για την επαναστατική προοπτική. Ως συλλογική ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών ενάντια στη δικτατορία της αξίας, ο κομμουνισμός μπορεί να υπάρξει μόνο με την καταστροφή οποιασδήποτε κρατικής μορφής. Η πάλη ενάντια στο κεφάλαιο είναι και πάλη ενάντια σε οποιαδήποτε πολιτική μορφή του. Το ερώτημα σχετικά με την κατάλληλη μορφή του κράτους αφορά μόνο το κεφάλαιο, το οποίο συνεχώς αναζητά το ευνοϊκότερο περιβάλλον για την αξιοποίησή του. Όσες φορές οι προλετάριοι ταύτισαν τα συμφέροντά τους με την υπεράσπιση της μίας ή της άλλης μορφής κράτους, αυτό που ουσιαστικά έκαναν ήταν να παραδοθούν στο κεφάλαιο. Ανεχόμενοι μία πόλωση ανάμεσα σε αστικά μπλοκ, ενεπλάκησαν σε έναν αγώνα που τους καθιστούσε ανίκανους να υπερασπιστούν τα ταξικά τους συμφέροντα και ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του κράτους, την αναζωογόνηση του κεφαλαίου και την καταστολή του ταξικού κινήματος. Εξάλλου, η επιστροφή του κράτους στη δημοκρατική του μορφή δεν εγγυάται την ανανέωση της ταξικής πάλης. Συχνά, μετά την πτώση των φασιστικών καθεστώτων, στην εξουσία ήρθαν εργατικά κόμματα, τα οποία είχαν ως στόχο να προσδέσουν την εργατική τάξη στο άρμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ο φασισμός, μακράν του ν’ αποτελεί ένα «ανορθολογικό» ιστορικό επεισόδιο, υπήρξε ένας ιστορικά συγκεκριμένος ορθολογικός τρόπος οργάνωσης του κράτους και του κεφαλαίου. Ήταν μία προσπάθεια ξεπεράσματος της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης στην οποία είχε περιέλθει ο καπιταλισμός μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Η δημοκρατία μπορεί να κατάφερε να καταστείλει την επανάσταση σε χώρες όπως η Γερμανία κι η Ιταλία, αλλά αποδείχτηκε ανίκανη να αναδιαρθρώσει και να αναπτύξει το κεφάλαιο. Η λειτουργία που επιτέλεσε ο φασισμός ήταν ότι ισχυροποιώντας το κράτος, το έκανε ικανό να διαχειρίζεται συνολικά την καπιταλιστική κοινωνία, ενοποιώντας οικονομικά και πολιτικά το κεφάλαιο. Προώθησε το βιομηχανικό κεφάλαιο, ενσωμάτωσε βίαια την εργατική τάξη και προβάλλοντας έντονα την εθνική ταυτότητα προσέφερε την απαραίτητη ιδεολογία για την επίτευξη της λαϊκής ενότητας. Ο βίαιος τρόπος με τον οποίο επιβλήθηκε η φασιστική οργάνωση της κοινωνίας, δεν μπορεί να αναχθεί σε προϊόν ενός παρανοϊκού κόσμου. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν είναι ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο βίαια από τα επιτεύγματα των δημοκρατικών κρατών. Ο φασισμός και η δημοκρατία αποτελούν μορφές του καπιταλιστικού κράτους, το οποίο δε διστάζει όποτε χρειάζεται να ασκήσει ωμά την ισχύ του για να πειθαρχήσει το προλεταριάτο και να διατηρήσει την καπιταλιστική σχέση. Όποιες κι αν είναι οι ιδεολογικές διαφορές των αντιφασιστών, ο αγώνας τους, δέσμιος του περιεχομένου του, θα καταλήγει πάντα στο ίδιο αποτέλεσμα: στην υπεράσπιση της δημοκρατίας. Η δημοκρατική θεώρηση της κοινωνίας ως συνόλου ατόμων με ιδιωτικά συμφέροντα, καταλήγει στη δημιουργία μίας δύναμης η οποία υψώνεται πάνω από το κάθε ατομικό συμφέρον και η οποία εγγυάται την υπεράσπιση όλων των ατομικών συμφερόντων: το κράτος. Όταν οι δημοκρατικοί θεσμοί δεν μπόρεσαν να εξασφαλίσουν την ομαλή λειτουργία του κράτους, αυτό μετακινήθηκε προς περισσότερο ολοκληρωτικές μορφές. Μέσα από αυτή τη διαδικασία εναλλαγής πολιτικών μορφών το κράτος και το κεφάλαιο διατηρήθηκαν αλώβητα. «Γεννημένη ως χιμαιρική λύση του προβλήματος του διαχωρισμού της ανθρώπινης δραστηριότητας και της κοινωνίας, η δημοκρατία ποτέ δε θα μπορέσει να επιλύσει το πρόβλημα της πλέον διαχωρισμένης κοινωνίας σε ολόκληρη την ιστορία. Ο αντιφασισμός πάντα θα καταλήγει να αυξάνει τον ολοκληρωτισμό . ο αγώνας του για ένα δημοκρατικό κράτος θα καταλήγει στην ενίσχυση του κράτους».24*
Η μπροσούρα του Seidman αποδεικνύει γιατί δίπλα στους γνωστούς πολιτικούς εκφραστές της φορντιστικής οργάνωσης του βιομηχανικού καπιταλισμού το μεσοπόλεμο (φασίστες, σοσιαλιστές, μπολσεβίκους, σταλινικούς, φιλελεύθερους) πρέπει να προσθέσουμε και τους αντιφασίστες αναρχικούς των CNT-FAI. Δείχνει όμως και κάτι άλλο, ακόμα σημαντικότερο: ότι η ιστορία του εργατικού κινήματος πρέπει ν’ απαγκιστρωθεί από την εμμονή με την ιστορία των πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων της εργατικής τάξης και να «κατέβει» στο επίπεδο της καθημερινής ζωής της τάξης. Να γίνει δηλαδή πραγματική ιστορία των εργατικών αγώνων. Η δουλειά του Seidman μας υποδεικνύει επίσης που πρέπει να στραφούμε αν θέλουμε να καταγράψουμε τις πραγματικές ταξικές συγκρούσεις της δικής μας εποχής. Πόσο γνωρίζουμε πράγματι τι συμβαίνει μέσα στους εργασιακούς χώρους σήμερα; Ποιες είναι οι συγκρούσεις, οι αρνήσεις της εργασίας, οι χειρονομίες αντίστασης των εργατών και των εργατριών που μένουν κρυμμένες πίσω από τις μεγαλοστομίες και την εικονική πραγματικότητα των ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, ΠΑΜΕ κλπ (για ν’ αναφερθούμε στην περίπτωση της Ελλάδας); Με ποιο τρόπο η «συνέχεια της προλεταριακής κουλτούρας» (που δεν είναι απαραίτητα ριζοσπαστική) μπορεί να καταδειχτεί σήμερα; Όλα αυτά τα ερωτήματα μας επαναφέρουν στην καίρια συζήτηση για την εργατική έρευνα, την οποία εγκαινιάσαμε σε μια προηγούμενη έκδοση του Κόκκινου Νήματος και στην οποία ελπίζουμε ότι θα επανέλθουμε σύντομα.
Κόκκινο Νήμα
Ιούνιος 2006
1 Ο πρωτότυπος τίτλος του κειμένου είναι Towards a History of Workers’ Resistance to Work: Paris and Barcelona during the French Popular Front and the Spanish Revolution, 1936-38 και δημοσιεύτηκε στο Journal of Contemporary History, vol. 23 (1988). Aργότερα ενσωματώθηκε σε μια ευρύτερη εργασία του συγγραφέα με τίτλο Workers Against Work: Labor in Paris and Barcelona during the Popular Fronts (University of California Press, 1991). O Seidman είναι σήμερα καθηγητής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας στοWilmington. Άρχισε να ασχολείται με τα ζητήματα του εργατικού ελέγχου και της αυτοδιαχείρισης στα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν ακόμα ήταν φοιτητής του ιστορικού τμήματος του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεη. Εκείνη την εποχή ήταν μέλος μιας μικρής ομάδας που αναζητούσε μια εναλλακτική, ριζοσπαστική απάντηση στο σταλινισμό. Εξoύ και το ενδιαφέρον για την ιστορία των αναρχικών και αναρχοσυνδικαλιστικών κινημάτων. Κάποια από τα μέλη της ομάδας έφτιαξαν το περιοδικό Processed World και ο Seidman κατέληξε στην Ευρώπη, όπου στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ξεκίνησε μια σοβαρή αρχειακή έρευνα για τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο και το γαλλικό Λαϊκό Μέτωπο. Την ίδια εποχή, στο Παρίσι και τη Βαρκελώνη, ήρθε σε επαφή με «υπεραριστερές» ομάδες όπως η Echanges et Mouvement και η Etcetera, οι οποίες εξέδιδαν και τα ομώνυμα έντυπα. Η «κριτική της εργασίας» που αποτελούσε τη ραχοκοκκαλιά των αντιλήψεων αυτών των ομάδων άσκησε αποφασιστική επιρροή πάνω στο νεαρό ιστορικό, ο οποίος αποφάσισε να εφαρμόσει την ίδια κριτική στην παραγωγικίστικη ιδεολογία και πρακτική των CNT-FAI. Αποτέλεσμα της εντατικής και χρόνιας ιστορικής του έρευνας ήταν το άρθρο που δημοσιεύουμε και το προαναφερόμενο βιβλίο. Μέσα στη δεκαετία του ’90 συνέχισε την έρευνά του πάνω στην αντίσταση των εργατών στην εργασία και την ιδεολογία της θυσίας, με αποτέλεσμα ένα δεύτερο βιβλίο για την Ισπανία, το Republic of Egos: A Social History of the Spanish Civil War (Univerity of Wisconsin Press, 2002).
2 Τα στοιχεία προέρχονται από το άρθρο του Seidman, Agrarian Collectives during the Spanish Revolution and Civil War, European History Quarterly, vol. 30 (2), 2000. Οι αναρχικές πηγές συνήθως αναφέρουν υψηλότερους αριθμούς συμμετοχής. Βλ. Sam Dolgoff, Αναρχικές Κολλεκτίβες (Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1982), σ. 134.
3 Χοσέ Πεϊράτς, Οι Αναρχικοί στην Πολιτική Κρίση της Ισπανίας (Μπουένος Άιρες, 1964). Αναφέρεται στο Dolgoff, ό.π., σ. 185-187, 192.
4 Dolgoff, ό.π., σ. 142.
5 Αναφέρεται στο Dolgoff, ό.π., σ. 151.
6 Dolgoff, ό.π., σ. 141.
7 Βλ. το Σύμφωνο UGT και CNT (Μάρτιος 1938), όπου για πρώτη φορά υποστηρίζεται ανοιχτά η εθνικοποίηση της γης και ο έλεγχος της αγροτικής παραγωγής από το κράτος. Αποσπάσματα από αυτό το Σύμφωνο Ενότητας ανάμεσα στη CNT και την UGT θα βρει κανείς στο Βέρνον Ρίτσαρντς, Διδάγματα από την Ισπανική Επανάσταση (Ελεύθερος Τύπος, 1996), σ. 188-195.
8 Ολόκληρο το Διάταγμα περιέχεται στη συλλογή ντοκουμέντων του Αουγκουστίν Σούχυ με τίτλο Κολλεκτιβοποιήσεις: Το δημιουργικό έργο της Ισπανικής Επανάστασης (1936-1939). Αυτά τα ντοκουμέντα συμπεριλαμβάνονται στην ελληνική ανθολογία κειμένων για την ισπανική επανάσταση με τίτλο Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος: Ανατομία της Ισπανικής Επανάστασης (Ελεύθερος Τύπος, 1996).
9 Diego Abad de Santillan, El anarquismo y la revolucion en Espana: escritos 1930-1938. Αναφέρεται στο Seidman, Workers Against Work, ό.π. σ. 46.
10 Seidman, ό.π., σ. 96-98.
11 Μετά το τέλος αυτού του κύκλου αγώνων και κυρίως μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όσες φορές οι εργάτες και οι εργάτριες αποφάσισαν να πάρουν στα χέρια τους τον έλεγχο ενός εργοστασίου, περισσότερο το έκαναν ως μια προσπάθεια να διατηρήσουν τους μισθούς τους όταν το εργοστάσιο έκλεινε παρά ως πρακτική εξέγερσης.
12 Ζιλ Ντωβέ - Καρλ Νεζίκ, Προλεταριάτο και εργασία: Μια ιστορία αγάπης; Στα ελληνικά στο 11ο τεύχος του περιοδικού Τα Παιδιά της Γαλαρίας, σ. 77.
15 Στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, τόσο κατά τη διάρκεια της κατάληψης του εργοστασίου της ΒΦΛ φέτος στη Θεσσαλονίκη, όσο και στην περίπτωση της κατάληψης της Τρικολάν στη Νάουσα πριν δυο χρόνια, πολλοί αναρχικοί-αντιεξουσιαστές παρότρυναν τους εργάτες και τις εργάτριες να πάρουν την παραγωγή στα χέρια τους. Αυτές οι προτάσεις δεν είχαν καμιά απήχηση, ενώ τα αιτήματα των ίδιων των εργατριών στην Τρικολάν (όπως επίδομα ανεργίας ίσο με τον τελευταίο μισθό, αναγνώριση του χρόνου ανεργίας ως συντάξιμου χρόνου, αποπληρωμή των στεγαστικών δανείων των εργατριών από τον Ο.Ε.Κ.) τους ξεπέρασαν.
16 Καρλ Μαρξ, Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής (Α/συνέχεια, 1983).
17 Αναφέρεται στο Τζέημς Τζολ, Οι Αναρχικοί (Αθήνα, 1975), σ. 294.
18 Αναφέρεται στο Ζαν Μπαρώ, Φασισμός/Αντιφασισμός (Ελεύθερος Τύπος, 2002), σ. 58-9.
19 Αναφέρεται στο Τζέημς Τζολ, ό.π., σ. 298.
20 Ένα καλό παράδειγμα είναι ο Μάιος του 1937 στη Βαρκελώνη. Bλ. Χρονολόγιο.
21 Γνωστός θιασώτης αυτής της ερμηνείας ήταν ο Γκαστόν Λεβάλ: «Οι άνθρωποι απαιτούσαν από τη CNT και τη FAI την είσοδό τους και τη συνεργασία τους με την κυβέρνηση, για να επιτευχθεί η ενότητα δράσης και ο συντονισμός που θεωρούσαν απαραίτητα». Αναφέρεται στο Dolgoff, ό.π., σ. 117. Πώς διαπίστωσε η ηγεσία των CNT-FAI τις πραγματικές διαθέσεις της «κοινωνίας»; Ο Λεβάλ δε μας διαφωτίζει επ’ αυτού.
22 Ζιλ Ντωβέ, When Insurrections Die (Όταν πεθαίνουν οι εξεγέρσεις) [Μπορεί να βρεθεί στο www.geocities.com/CapitolHill/Lobby/2379/dauve.htm]. Στο Republic of Egos, ό.π., ο Seidman περιγράφει με εξοντωτικές λεπτομέρειες την πτώση από τον αρχικό αγωνιστικό ενθουσιασμό στον οππορτουνισμό και τον κυνισμό. Παράλληλα, παραθέτει άγνωστα μέχρι σήμερα περιστατικά λιποταξίας και συναδέλφωσης φαντάρων στο μέτωπο: στρατιώτες του Δημοκρατικού Στρατού και Φαλλαγγίτες που αντάλλαζαν καπνό και εφημερίδες, έπαιζαν μπάλλα, έδιναν τρυφερά παρατσούκλια ο ένας στον άλλο, μοιράζονταν αλκοολούχα ποτά και αποκαλούσαν ο ένας τον άλλο «σύντροφε». Σε μια περίπτωση, στη Μαδρίτη, μια ανενεργός οβίδα σταλμένη από τους «φασίστες» στους «δημοκρατικούς» έφερε την εξής επιγραφή: «Έκπληξη! Σύντροφοι… μην ανησυχείτε. Δε θα εκραγεί. Είμαστε μαζί σας». Βλ. ενδεικτικά, σ. 111, 119, 120, 197-8.
23 Ντωβέ, ό.π.
24 Ζαν Μπαρώ, ό.π., σ. 29-30.