H ΘΕΣΗ ΤΟΥ 3ου ΤΟΜΟΥ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ- M. HEINRICH

H ΘΕΣΗ ΤΟΥ 3ου ΤΟΜΟΥ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Η εκδήλωση που διοργάνωσε η Ομάδα Αυτομόρφωσης και Συζήτησης του Κεφαλαίου, σε συνεργασία με τον Michael Heinrich, με θέμα Η θέση του τρίτου τόμου στο συνολικό σχέδιο του Κεφαλαίου, πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017 στην κατάληψη του Αυτοδιαχειριζόμενου Κυλικείου Νομικής.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1 Αντί προλόγου
2 Εισήγηση M. Heinrich
3 Ερωτήσεις και Συζήτηση
4 Παράρτημα I Το ΚΕΦΑΛΑΙΟ σε τέσσερα βιβλία (1868-1881)
5 Παράρτημα IΙ Πρόσκληση στα μαθήματα αυτομόρφωσης
6 Παράρτημα III Γλωσσάρι μαρξικών όρων

Όλο το υλικό της Ομάδα Αυτομόρφωσης και Συζήτησης του Κεφαλαίου είναι αναρτημένο στο διαδίκτυο

https://drive.google.com/drive/folders/1958muDp_xZACZ71Rz9zXfh9txfvlnEwf

https://athens.indymedia.org/post/1598357/

ΕΙΣΗΓΗΣΗ Μ. HEINRICH

Ήρθα προσκεκλημένος εδώ απόψε με σκοπό να παρουσιάσω τον τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου του Μαρξ, μιας και όπως έχω ενημερωθεί οι διοργανωτές έχουν ήδη μελετήσει τους δύο πρώτους τόμους. Η παρουσίαση του τόμου ΙΙΙ θα γίνει σε τρία μέρη:

  1. Το πρώτο μέρος αφορά τη διαδοχή των χειρογράφων του Κεφαλαίου, μιας και τα χειρόγραφα του τόμου ΙΙΙ είναι παλιότερα από εκείνα του τόμου Ι, που εξέδωσε ο Μαρξ.
  2. Το δεύτερο μέρος αφορά τη σχέση ανάμεσα στον Μαρξ ως συγγραφέα, που όμως δεν εξέδωσε τον τόμο ΙΙΙ και τον Ένγκελς ως εκδότη και επιμελητή αυτού του έργου.
  3. Και το τρίτο μέρος αφορά τη συνολική δομή των τριών τόμων και τη θέση του τόμου ΙΙΙ στο συνολικό έργο.

Μπορεί το ζήτημα να φαντάζει απλό ή θεωρητικό. Ο λόγος για τον οποίο προβαίνω σε θεωρητική μελέτη του έργου είναι γιατί το Κεφάλαιο, όπως έγραψε ο Μαρξ σε μια επιστολή του 1868, «αποτελεί τη φοβερότερη επίθεση που έγινε ποτέ στην αστική τάξη». Επομένως, για να καταλάβουμε τι εννοούσε με αυτό ο Μαρξ, πρέπει να δούμε πώς λειτουργεί αυτό το έργο.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Τα Χειρόγραφα

Ο Μαρξ δεν έγραψε το Κεφάλαιο ξεκινώντας από τον τόμο Ι, συνεχίζοντας με τον ΙΙ κλπ. Αντίθετα, ακολούθησε μια ερευνητική διαδικασία για τη συγγραφή των τριών τόμων. Θα επικεντρωθώ στην αρχική περίοδο 1863-1865.
1863-1865 Χειρόγραφα τόμου Ι, ΙΙ και ΙΙΙ
1866-1870 Τόμος ΙΙ
1867 Έκδοση τόμου Ι
1871-1881 Τελευταία περίοδος
Το Χειρόγραφο του 1863-1865 αποτελεί προσχέδιο για τη συγγραφή και των τριών τόμων. Απ’ ό,τι αφορούσε τον τόμο Ι έχει σωθεί μόνο το έκτο αδημοσίευτο κεφάλαιο με τον τίτλο Αποτελέσματα της άμεσης παραγωγής. Στο Χειρόγραφο του 1863-1865 περιλαμβάνεται επίσης ένα χειρόγραφο που κάλυπτε όλη την ύλη του τόμου Ι και ένα άλλο που κάλυπτε όλη την ύλη του τόμου ΙΙΙ. Κατά την περίοδο 1866-1867 ξαναδούλεψε το Χειρόγραφο του 1863- 1865 και προέκυψε ο τόμος Ι. Έπειτα από τη δημοσίευση του τόμου Ι το 1867, ξαναδούλεψε τα Χειρόγραφα του 1863-1865 με σκοπό την έκδοση του τόμου ΙΙ, γράφοντας ένα χειρόγραφο που ονομάστηκε Χειρόγραφο ΙΙ και κατόπιν επεξεργάστηκε και αυτό και έγραψε το Χειρόγραφο IV. Από τα παραπάνω γίνεται σαφές πως ο Μαρξ επεξεργάστηκε πολύ τα αρχικά χειρόγραφα του τόμου ΙΙ.
Μετά το 1871 ξεκινά μια περίοδος επανεπεξεργασίας των χειρογράφων, οπότε και ο Μαρξ επιμελείται τη 2η γερμανική έκδοση του τόμου Ι, στην οποία έκανε προσθήκες και αλλαγές. Επίσης, την ίδια δεκαετία κυκλοφορεί η γαλλική μετάφραση του τόμου Ι, η οποία περιέχει καινούργιο υλικό, αποτέλεσμα επανεπεξεργασίας του τόμου. Αυτό σημαίνει πως κατά την περίοδο εκείνη κυκλοφορούσαν δύο νέες, εμπλουτισμένες εκδόσεις του τόμου Ι.
Η περίοδος 1871-1881 χωρίζεται σε δύο υποπεριόδους: την περίοδο 1871- 1876 και 1876-1881, όπου κατά την πρώτη περίοδο κυκλοφορούν οι δύο νέες εκδόσεις του τόμου Ι και κατά τη δεύτερη περίοδο συντάσσει νέα χειρόγραφα, τα Χειρόγραφα V ως VIII, που δεν περιέχουν μόνο επεξεργασμένο υλικό του τόμου ΙΙ, αλλά και προσθήκες, προϊόν νέων θεωρητικών αντιλήψεων. Αυτή είναι η σειρά που γράφτηκαν τα Χειρόγραφα.
Ο τόμος Ι της ελληνικής έκδοσης προέρχεται από μετάφραση της 4ης γερμανικής έκδοσης του 1890. Δεν είναι ίδιος με εκείνον που έγραψε ο Μαρξ, αλλά προϊόν επιμέλειας του Ένγκελς, ο οποίος χρησιμοποίησε τη 2η γερμανική και τη γαλλική έκδοση, χωρίς όμως να συμπεριλάβει όλες τις αλλαγές της γαλλικής. Συνεπώς, αυτό το κείμενο είναι του Μαρξ, φυσικά, αλλά ο ίδιος δεν το είδε ποτέ σ’ αυτή τη μορφή.
Ο τόμος ΙΙ εκδόθηκε από τον Ένγκελς μετά το θάνατο του Μαρξ και στην έκδοση δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου τα Χειρόγραφα του 1863-1865. Βασίστηκε στα χειρόγραφα της περιόδου 1867-1870 –ιδίως στο εκτενές Χειρόγραφο ΙΙ, αλλά και στο Χειρόγραφο IV– και στα χειρόγραφα της περιόδου 1876-1881 – Χειρόγραφο V ως Χειρόγραφο VIII, και ειδικά στο Χειρόγραφο VIII, που περιείχε νέες επεξεργασίες για το χρήμα, τις κρίσεις και την αναπαραγωγή του κεφαλαίου.
Όσον αφορά τον τόμο ΙΙΙ, αυτός βασίζεται μόνο στα παλαιότερα Χειρόγραφα του 1863-1865. Δηλαδή, ενώ ο τόμος Ι του 1890 βασίζεται στη 2η γερμανική και στη γαλλική έκδοση και ο τόμος ΙΙ, επίσης, βασίζεται σε νεότερο υλικό, αντιθέτως ο τόμος ΙΙΙ είναι το παλαιότερο κείμενο, εκείνο με τις λιγότερο επεξεργασμένες αντιλήψεις του Μαρξ. Συνεπώς, ο τόμος ΙΙΙ δεν βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο έρευνας που βρίσκονται τα χειρόγραφα των άλλων δυο τόμων, αν και ο Μαρξ σχεδίαζε τη δεκαετία του 1870 μια συνολική ανανέωση του υλικού του τόμου ΙΙΙ.

Οι κρίσεις

Ένα πεδίο όπου διακρίνονται τα διαφορετικά επίπεδα έρευνας των χειρογράφων είναι εκείνο της καπιταλιστικής κρίσης. Τα Χειρόγραφα του 1863-65, που χρησιμοποιήθηκαν για τον τόμο ΙΙΙ, αναφέρονται στην καπιταλιστική κρίση εστιάζοντας στην παραγωγή και στο πώς προκύπτει η κρίση από αντιφάσεις της παραγωγικής διαδικασίας. Ο Μαρξ, ενώ είχε ολοκληρώσει το κείμενο για τις κρίσεις τον Δεκέμβρη του 1865, τον Μάρτη του 1866 μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση ξεσπά στην Αγγλία, την περίοδο που δούλευε την 1η έκδοση του τόμου Ι. Τον επόμενο χρόνο, το 1867, εκδίδει τον τόμο Ι και θεωρεί σημαντικό να εισάγει στο εικοστό τρίτο κεφάλαιο πληροφορίες για τη νέα χρηματοπιστωτική κρίση, παρότι δεν είναι το αντικείμενο του κεφαλαίου. Ο Μαρξ θεώρησε τόσο σημαντική την κρίση του 1866, ώστε μετά την έκδοση του τόμου Ι, άρχισε να συντάσσει αναλυτικές σημειώσεις γι’ αυτή. Η ανάλυσή του βασίστηκε σε άρθρα που συνέλεγε από το περιοδικό Economist – το οποίο εκδίδεται ως σήμερα. Η έρευνα αυτή κράτησε δυο χρόνια και τα άρθρα που συνέλεγε αφορούσαν ζητήματα της παραγωγής, αλλά και χρηματοπιστωτικά. Έτσι, άρχισε να διαφοροποιείται η άποψή του για τις κρίσεις σε σχέση με εκείνη του χειρόγραφου του τόμου ΙΙΙ.
Ένα άλλο σημείο που σχετίζεται με τη θεωρία της κρίσης εμφανίζεται στο Χειρόγραφο VIII του τόμου ΙΙ. Στα πρώιμα Χειρόγραφα του 1865 δεν ήταν σαφές ποια θεωρούσε ο Μαρξ ως σημαντικότερη αιτία για την κρίση· αντίθετα, είχε συμπεριλάβει διάφορες θεωρίες. Ανάμεσά τους βρίσκεται και η θεωρία της υποκατανάλωσης, όπου σύμφωνα με αυτή, αιτία της κρίσης είναι η φτώχεια των εργαζόμενων μαζών. Στο Χειρόγραφο VIII, που γράφεται περίπου την περίοδο 1877-1879, συμπεριλαμβάνεται μια οξύτατη κριτική της θεωρίας της υποκατανάλωσης. Η κριτική αυτή περιλαμβάνεται στην έκδοση του Ένγκελς των τόμων Ι και ΙΙ, μόνο όμως ως απλή παρατήρηση του Μαρξ πάνω στο ζήτημα της κρίσης. Αλλά στην πραγματικότητα, αν ληφθεί υπόψιν η σειρά συγγραφής των χειρογράφων, γίνεται ξεκάθαρο πως η συγκεκριμένη κριτική του Μαρξ στη θεωρία της υποκατανάλωσης αποτελεί την τελευταία του λέξη πάνω στο ζήτημα της κρίσης.
Δεν θα φέρω περισσότερα παραδείγματα. Ο τόμος ΙΙΙ είναι ιδιαίτερα σημαντικός για το σύνολο του έργου του Κεφαλαίου, όμως δεν αποτελεί προϊόν τελικής έρευνας. Πρέπει να τον διαβάζουμε και να τον χρησιμοποιούμε έχοντας πάντα στο μυαλό μας πως η ερευνητική εργασία του Μαρξ συνεχίστηκε. Η μελέτη του τόμου ΙΙΙ πρέπει να συνδυαστεί και να συνδεθεί με τη μελέτη του τόμου Ι και ΙΙ, αλλά και όλους τους υπόλοιπους της έκδοσης MEGA, που αναμένεται να κυκλοφορήσουν. Η έκδοση MEGA θα περιλαμβάνει όλο το υλικό του Μαρξ, αποσπάσματα των σημειώσεών του για την κρίση του 1866 και επιπλέον ό,τι σχετίζεται με τον τόμο ΙΙΙ.
Όσον αφορά στην εργασία του Μαρξ για τις κρίσεις, αποτελεί ένα αυτοτελές υλικό. Όσο ζούσε ο Μαρξ δεν δημοσιεύονταν στατιστικές μελέτες, επομένως τα στοιχεία για τις κρίσεις του 1857 και του 1866 έπρεπε να τα συλλέξει μόνος του. Δεν είχε πρόσβαση σε στατιστικά στοιχεία, όπως εμείς σήμερα με ένα κλικ στον υπολογιστή μας. Εν αντιθέσει, έπρεπε να τα συλλέξει ο ίδιος μελετώντας τις εφημερίδες και τις κοινοβουλευτικές εκθέσεις της εποχής του.
Στα γερμανικά υπάρχουν δύο διαφορετικές εκδόσεις για τα έργα των Μαρξ και Ένγκελς. Η πρώτη έκδοση είναι η MEW, η οποία αποτελείται από 43 τόμους και περιλαμβάνει τα δημοσιευμένα έργα και την αλληλογραφία των Μαρξ-Ένγκελς, όχι όμως τα χειρόγραφα και τις σημειώσεις. Η δεύτερη έκδοση είναι η MEGA, που μεταφράζεται ως Συνολική έκδοση των έργων του Μαρξ και του Ένγκελς, αποτελείται από 114 τόμους και περιλαμβάνει τα πάντα, ό,τι έχει διασωθεί: όλες τις σημειώσεις, τα χειρόγραφα και την αλληλογραφία τους. Για παράδειγμα, στην έκδοση MEW τα γράμματα αποτελούν 13 τόμους, ενώ στην έκδοση MEGA ένα σύνολο 30 τόμων, γιατί περιλαμβάνονται εκτός από τα γράμματα που λάμβαναν ο Μαρξ και ο Ένγκελς και τα γράμματα με τα οποία απαντούσαν.
Εδώ ολοκληρώνεται το πρώτο μέρος της εισήγησης αναφορικά με τη σειρά των χειρογράφων. Συνεχίζουμε με το δεύτερο μέρος, που καταπιάνεται με τη σχέση ανάμεσα στον Μαρξ ως συγγραφέα και τον Ένγκελς ως εκδότη.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η σχέση συγγραφέα Μαρξ και εκδότη Ένγκελς

Κατά τη διάρκεια της ζωής του Μαρξ εκδόθηκε μόνο ο τόμος Ι. Μετά τον θάνατο του Μαρξ το 1883, ο Ένγκελς ‒ένας πραγματικός φίλος‒ έβαλε στην άκρη τα σχέδια για την έκδοση των δικών του βιβλίων, ώστε να αφοσιωθεί στην έκδοση των δύο επόμενων τόμων του Κεφαλαίου. Αυτό που ήθελε να κάνει ο Ένγκελς ήταν να μετατρέψει τα χειρόγραφα σε ένα έργο κατάλληλο προς μελέτη και όχι να επιβάλει τη δική του ερμηνεία των κειμένων. Εντούτοις, αυτό έκανε, κατά μία έννοια, είτε τονίζοντας με έμφαση κάποια σημεία είτε προσανατολίζοντας τον αναγνώστη σε συγκεκριμένες πτυχές του έργου είτε αλλάζοντας τη σειρά των επιχειρημάτων.
Ας δούμε για παράδειγμα το τρίτο μέρος του τόμου ΙΙΙ, που αφορά τον νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Σε αυτό ο Ένγκελς, αφού παρουσιάσει τον νόμο, προσθέτει κάποιες σημειώσεις του Μαρξ σε σχέση με τη θεωρία για την κρίση, τις οποίες όμως παραθέτει μέσα στο κείμενο με δική του σειρά, ανακατατάσσοντας το αρχικό υλικό και βάζοντας υπότιτλους στα κεφάλαια. Για παράδειγμα, το κεφάλαιο 15, που συνήθως θεωρείται πως αναφέρεται στη θεωρία για την κρίση, έχει τίτλο Η ανάπτυξη των αντιφάσεων του νόμου. Αυτός ο τίτλος ανήκει στον Ένγκελς και έχει ως αποτέλεσμα ο αναγνώστης να εκλαμβάνει ως πρόθεση του Μαρξ την παρουσίαση της κρίσης σαν συνέπεια του πτωτικού ρυθμού του ποσοστού κέρδους.
Αυτή η σύνδεση που κάνει ο αναγνώστης, θεωρώντας πως υπάρχει μια άμεση σχέση ανάμεσα στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και τη θεωρία της κρίσης, είναι ένα τεχνητό προϊόν, αποτέλεσμα της επιμέλειας του τόμου ΙΙΙ. Στην πραγματικότητα υπάρχει σύνδεση, αλλά δεν είναι τόσο ισχυρή, όσο φαίνεται από την ανάγνωση του συγκεκριμένου κεφαλαίου.
Υπάρχουν και άλλα παραδείγματα, τα οποία προσπερνάω. Θα αναφέρω μόνο ένα λάθος που μπορεί να γίνει σε εκδόσεις τέτοιας έκτασης. Στο κεφάλαιο 48 του τόμου ΙΙΙ με τίτλο Ο τριαδικός τύπος, ο Ένγκελς δεν συνειδητοποίησε πως του παράπεσε μια σελίδα από τα χειρόγραφα, διακόπτοντας την αλληλουχία των σημειώσεων. Έτσι, πίστεψε ότι υπάρχουν τρία αποσπάσματα/μέρη γι’ αυτή την ενότητα ‒ και όχι ένα, όπως στην πραγματικότητα. Τα αρίθμησε ως απόσπασμα Ι, ΙΙ και ΙΙΙ, το οποίο είναι το μεγαλύτερο και διακόπτεται απότομα στη μέση με αποσιωπητικά. Όμως, αν γνωρίζουμε πως τα αποσπάσματα Ι και ΙΙ αντιστοιχούν στο σημείο της σελίδας που λείπει, μπορούμε να κάνουμε την ανακατάταξη, ξεκινώντας από το απόσπασμα ΙΙΙ και συμπληρώνοντας το κενό με το Ι και το ΙΙ.
Εδώ ολοκληρώθηκε και το δεύτερο μέρος της παρουσίασής μου. Και τώρα θα προχωρήσω στο τρίτο μέρος, που αναφέρεται στη δομή των τριών τόμων και τον ρόλο του τόμου ΙΙΙ στο συνολικό έργο.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Η δομή των τριών τόμων και η θέση του τόμου ΙΙΙ

Αν περιοριστεί κάποιος στη μελέτη μόνο του τόμου Ι και ΙΙ, δεν θα σχηματίσει απλά μια ατελή εικόνα του έργου συνολικά, αλλά και παραπλανητική. Ας πούμε, αν κάποιος διαβάσει μόνο τον τόμο Ι, θα αποκομίσει μια συγκεχυμένη αντίληψη ορισμένων εννοιών, μιας και ο τόμος Ι μιλά για αξία και υπεραξία. Οι εφημερίδες, όμως, δεν γράφουν για την αξία και την υπεραξία, αλλά για τις τιμές και το κέρδος. Επομένως, διαβάζοντας μόνο τον τόμο Ι νομίζεις πως η αξία είναι το κέντρο γύρω από το οποίο κινούνται οι τιμές και πως η υπεραξία είναι σχεδόν το ίδιο πράγμα με το κέρδος, αντίληψη που είναι λανθασμένη. Γι’ αυτό, επειδή ο τόμος Ι είναι αλληλένδετος με τον τόμο ΙΙΙ, πρέπει η μελέτη του ενός να συμπληρωθεί με τη μελέτη του άλλου.
Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση της συνολικής δομής των τριών τόμων, ας αναλογιστούμε πρώτα το αντικείμενο του Κεφαλαίου. Ας αναρωτηθούμε τι ερευνάται σ’ αυτό και τι ήθελε να μάθει και να παρουσιάσει ο Μαρξ.

Η χρήση του ιστορικού παραδείγματος

Στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης ο Μαρξ κάνει διάκριση μεταξύ θεωρητικής ανάπτυξης και παραδειγμάτων (πως η θεωρία αντανακλάται/εκφράζεται στην πραγματικότητα). Εκείνο που θέλει να αναλύσει δεν είναι ο αγγλικός καπιταλισμός του 19ου αιώνα, ο οποίος αποτελεί ένα παράδειγμα μέσα στη θεωρητική ανάλυση του καπιταλισμού. Το Κεφάλαιο προσφέρει μια πληθώρα ιστορικών αναλύσεων που υποτάσσονται στη θεωρητική [ανάλυση], κάτι που φαίνεται ήδη από τον πίνακα των περιεχομένων. Η μεγαλύτερη ιστορική ανάλυση στον τόμο Ι είναι για την πρωταρχική συσσώρευση, που αφορά την ανάπτυξη του κεφαλαίου στην Αγγλία. Ο Μαρξ, όμως, δεν ξεκίνησε το βιβλίο με εκείνο το κεφάλαιο· αντίθετα, είναι το τελευταίο. Και αυτό διότι, για να καταλάβει κανείς την ιστορία, πρέπει πρώτα να έχει κατανοήσει τη θεωρία του καπιταλισμού και τότε η ιστορία θα γίνει κάτι περισσότερο από μια απλή αφήγηση. Κατανοώντας πρώτα τη θεωρία, έρχεται το κεφάλαιο για την πρωταρχική συσσώρευση και λειτουργεί ως ιστορικό παράδειγμα.
Την ίδια δομή συναντάμε και στον τόμο ΙΙΙ, δηλαδή πρώτα αναπτύσσεται η θεωρία και ακολουθεί το ιστορικό γεγονός. Για παράδειγμα, στο τέταρτο μέρος, που αφορά το εμπορικό κεφάλαιο, ο Μαρξ κάνει διάκριση ανάμεσα στον έμπορο της προ-καπιταλιστικής και τον έμπορο της καπιταλιστικής εποχής και, αφού προσεγγίσει το θέμα θεωρητικά, ακολούθως παρουσιάζει και ιστορικά την εμφάνιση του καπιταλιστή εμπόρου. Το ίδιο επαναλαμβάνεται στο πέμπτο μέρος του τόμου ΙΙΙ, που αφορά τον τόκο ως μορφή κεφαλαίου και την πίστωση: ξεκινάει από τη θεωρία, εν συνεχεία δείχνει τη διαφορά ανάμεσα στον τόκο προκαπιταλιστικά και κατά τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και τέλος παρουσιάζει και ιστορικά την εμφάνισή του.

H κυκλοφορία του εμπορεύματος

Ας μιλήσουμε τώρα πιο συγκεκριμένα για τη δομή των τριών τόμων. Τα τρία πρώτα κεφάλαια του τόμου Ι, αναφέρονται στο εμπόρευμα και στο χρήμα. Αυτό που αναλύεται κυρίως είναι η κυκλοφορία του εμπορεύματος, όπου το χρήμα μεσολαβεί στην ανταλλαγή δυο εμπορευμάτων: Εμπόρευμα-Χρήμα-Εμπόρευμα (Ε–Χ–Ε΄). Ο Μαρξ δεν ανέλυσε αυτή τη διαδικασία έχοντας στο νου του ένα προκαπιταλιστικό μοντέλο παραγωγής· το εμπόρευμα που αναλύεται είναι το καπιταλιστικό εμπόρευμα.
Έπειτα, στο τέταρτο κεφάλαιο, ο Μαρξ αναλύει το κεφάλαιο. Εδώ υπάρχει μια διαφορετική μορφή κυκλοφορίας: Χρήμα–Εμπόρευμα–Χρήμα (Χ–Ε–Χ΄), η οποία περιλαμβάνει την παραγωγή υπεραξίας και το επαυξημένο Χ΄. Αυτή η μορφή Χ–Ε–Χ΄ καταγράφεται με περισσότερες λεπτομέρειες: ο καπιταλιστής με το προκαταβληθέν κεφάλαιο Χ αγοράζει μέσα παραγωγής και εργασιακή δύναμη, τα οποία τα βάζει στην παραγωγή. Εκεί προκύπτει ένα εμπόρευμα Ε, που εμπεριέχει υπεραξία, η οποία πραγματοποιούμενη καταλήγει σε επαυξημένο κεφάλαιο Χ΄, σε σχέση με το προκαταβληθέν:
Χ – Ε … Π … Ε΄ ‒ Χ΄
Στο παραπάνω σχήμα δεν είναι τυχαίο πως υπάρχουν γραμμές και τελείες: οι γραμμές υποδηλώνουν την ανταλλαγή, δηλαδή με το χρήμα αγοράζονται μέσα παραγωγής και εργασιακή δύναμη και τα εμπορεύματα πωλούνται στην αγορά, ενώ οι τελείες υποδηλώνουν την παραγωγή, με την έννοια της διαδικασίας. Αυτό σημαίνει ότι σε όλους του τύπους και τις μορφές του κεφαλαίου η παραγωγή και η ανταλλαγή είναι άμεσα συνδεδεμένες.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η αξία δεν είναι αποτέλεσμα της παραγωγής μόνο, αλλά αποτέλεσμα της παραγωγικής διαδικασίας και της ανταλλαγής. Παρομοίως, η υπεραξία δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της παραγωγής, αλλά ταυτόχρονα της παραγωγής και της ανταλλαγής, της διπλής ανταλλαγής: εκείνης που συντελείται στην αρχή (το χρήμα αγοράζει μέσα παραγωγής και εργασιακή δύναμη) και εκείνης που συντελείται στο τέλος (πώληση του παραγόμενου εμπορεύματος στην αγορά). Αυτό το σχήμα (Χ–Ε–Χ΄) μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως οδηγός για την παρουσίαση και των τριών τόμων.

Θέμα τόμου Ι: Η διαδικασία αναπαραγωγής

Τι αναλύεται κυρίως στον πρώτο τόμο; Καταρχάς, η διαδικασία της παραγωγής ως άμεση παραγωγή (από το σχήμα Χ–Ε–Χ΄ αναλύεται το πρώτο μέρος Χ…Ε): ο Μαρξ αναλύει την παραγωγή της απόλυτης και της σχετικής υπεραξίας. Όταν ο Μαρξ εξηγεί τη συσσώρευση κεφαλαίου στο έβδομο μέρος του τόμου Ι, επικεντρώνεται στη διαδικασία αυτή, όχι όμως ως άμεση διαδικασία, αλλά ως διαδικασία αναπαραγωγής. Δηλαδή, ως επαναλαμβανόμενη διαδικασία, όπου μέσω της επανάληψης παράγονται όχι μόνο τα εμπορεύματα, αλλά και οι κοινωνικές συνθήκες εντός των οποίων η διαδικασία αναπαράγεται.
Ποιες είναι αυτές οι κοινωνικές συνθήκες που αναπαράγονται από την ίδια τη διαδικασία παραγωγής; Για να μπορεί να ξεκινήσει η παραγωγή χρειάζονται από τη μια πλευρά οι κάτοχοι του χρήματος και των μέσων παραγωγής και από την άλλη πλευρά οι «διπλά ελεύθεροι» εργαζόμενοι. Ονομάζονται έτσι, «διπλά ελεύθεροι», μιας και είναι αφενός «απελευθερωμένοι», στερημένοι από τα μέσα παραγωγής και αφετέρου διαθέσιμοι να πουλήσουν εθελούσια την εργασιακή τους δύναμη στον κάτοχο του χρήματος και των μέσων παραγωγής. Στο τέλος της διαδικασίας ο καπιταλιστής έχει να λαμβάνει όχι μόνο το προκαταβληθέν χρήμα, αλλά ακόμη περισσότερο, ενώ ο εργάτης βρίσκεται στην ίδια ακριβώς θέση που βρισκόταν κατά την έναρξη της διαδικασίας, ως διπλά ελεύθερος κάτοχος του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη. Έτσι, το αποτέλεσμα στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής δεν είναι μόνο τα εμπορεύματα, αλλά επίσης η διαρκής αναπαραγωγή μιας κοινωνικής σχέσης, που στον ένα πόλο της στέκεται ο καπιταλιστής και στον άλλον ο εργάτης: ο καπιταλιστής, κάτοχος του χρήματος, γίνεται όλο και πιο πλούσιος, ενώ οι εργάτες κατά βάση παραμένουν στην ίδια οικονομική κατάσταση. Το βιοτικό τους επίπεδο μπορεί να αναβαθμιστεί, αλλά η βασική θέση τους ως πωλητές της εργασιακής τους δύναμης δεν αλλάζει. Οι αστοί οικονομολόγοι αναρωτιούνται γιατί υπάρχει αυξανόμενη ανισότητα στον κόσμο, αλλά αυτό το ερώτημα για όποιον γνωρίζει την ανάλυση του Μαρξ εμφανίζεται ως ένα φυσιολογικό γεγονός ‒ τι άλλο μπορεί να χαρακτηρίζει μια καπιταλιστική οικονομία από την αύξηση της ανισότητας;

Θέματα τόμου ΙΙ: Πάγιο, κυκλοφοριακό και κυκλοφορούν κεφάλαιο

Πάμε τώρα στον τόμο ΙΙ, που έχει τον τίτλο Η διαδικασία κυκλοφορίας του κεφαλαίου, ο οποίος δεν αναφέρεται, όμως, μόνο στις δύο στιγμές της ανταλλαγής, την πρώτη και την τελευταία (Χ–Ε, Ε΄–Χ΄). Αντίθετα, αφορά αρκετά περισσότερα: ολόκληρη τη διαδικασία κατά την οποία το σχήμα ανταλλαγή-παραγωγή-ανταλλαγή επαναλαμβάνεται διαρκώς. Αυτή η αδιάκοπη ακολουθία εξετάζεται από τον Μαρξ από δύο πλευρές. Στην αρχή η διαδικασία αναλύεται ως ένα κύκλωμα, το οποίο όμως στην πραγματικότητα δεν έχει σημείο αφετηρίας και αποτελείται από τρεις κύκλους: το κύκλωμα του χρηματικού, του παραγωγικού και του εμπορευματικού κεφαλαίου. Στο δεύτερο μέρος του τόμου ΙΙ ο Μαρξ εξετάζει την περιστροφή του κεφαλαίου και εκεί κάνει τη διάκριση ανάμεσα στο πάγιο κεφάλαιο, δηλαδή το κεφάλαιο που διαρκεί περισσότερο από μία περίοδο παραγωγής, και στο κυκλοφορούν κεφάλαιο. Τονίζεται η διαφορά ανάμεσα στον όρο κυκλοφοριακό κεφάλαιο (circlulation capital) και τον όρο κυκλοφορούν κεφάλαιο (circulating capital).
Ειδικά στον τόμο ΙΙ ο έλληνας μεταφραστής χρησιμοποιεί λανθασμένα τον έναν
όρο στη θέση του άλλου. (1)
Στα δύο πρώτα μέρη ακολουθείται αυτή η μορφή, χωρίς να γίνεται αναφορά στο υλικό προϊόν, στο είδος του προϊόντος που παράγει το κεφάλαιο. Στο τρίτο μέρος εξετάζονται τα πολλά ατομικά κεφάλαια που παράγουν προϊόντα. Για να λειτουργήσει ο κύκλος του κεφαλαίου πρέπει ένας καπιταλιστής να παράγει ως εμπόρευμα εκείνο που οι άλλοι καπιταλιστές χρειάζονται ως μέσα παραγωγής. Επίσης, για να αγοράσει ένας καπιταλιστής μέσα παραγωγής, προϋποθέτει ότι ένας άλλος καπιταλιστής τα παράγει. Το γεγονός δε πως ο καπιταλιστής που παράγει μέσα παραγωγής μπορεί να τα πουλήσει, θέτει ως προϋπόθεση ότι οι άλλοι καπιταλιστές τα χρειάζονται. Αυτή η σχέση αναλύεται στο τρίτο μέρος του τόμου ΙΙ ως Διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου.

Οι θεματικοί άξονες των τόμων Ι και ΙΙ

Ολοκληρώνοντας τον τόμο ΙΙ έχουμε αναλύσει τα εξής: τη διαδικασία παραγωγής, τη διαδικασία κύκλησης του κεφαλαίου και τη συνέχεια της διαδικασίας. Εξετάσαμε επίσης την αναπαραγωγή των κοινωνικών συνθηκών για τη διαδικασία της παραγωγής: τη σχέση εργατών-καπιταλιστών (τόμος Ι) και την αλληλεξάρτηση των κεφαλαίων που παράγουν μέσα παραγωγής και μέσα κατανάλωσης (τόμος ΙΙ).
Με την ολοκλήρωση των δύο τόμων αντιλαμβανόμαστε την ενότητα παραγωγής και κυκλοφορίας. Και αυτό σημαίνει πως πλησιάζουμε στην ολότητα της παρουσίασης. Η πρώτη ολότητα εμφανίζεται στην αρχή με την κυκλοφορία του εμπορεύματος ‒ τη σύνδεση χρήματος και εμπορεύματος. Στο τέλος του τόμου ΙΙ συναντάμε τη δεύτερη ολότητα, που παρουσιάζεται ως ενότητα παραγωγής και κυκλοφορίας του κεφαλαίου.
Είναι, όμως, αυτό που περιγράφεται στους δυο πρώτους τόμους όλη η ιστορία; Η συνέχεια βρίσκεται στον τόμο ΙΙΙ, ο οποίος δεν αποτελεί συνέχεια των δυο προηγούμενων, αλλά κάτι εντελώς καινούργιο.

Θέμα τόμου ΙΙΙ: Η σχέση του κεφαλαίου προς τον εαυτό του

Ο τίτλος του τόμου ΙΙΙ δεν δόθηκε από τον Μαρξ· επιλέχθηκε από τον Ένγκελς και είναι αποπροσανατολιστικός. Ο Ένγκελς επέλεξε τον υπότιτλο Η συνολική διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής, ο Μαρξ όμως στο αρχικό χειρόγραφο είχε δώσει τον τίτλο Οι μορφές της συνολικής διαδικασίας, όχι της παραγωγικής διαδικασίας. Αυτές οι μορφές για τις οποίες μιλάει ο Μαρξ στον τόμο ΙΙΙ δεν είναι οι μορφές που αφορούν την ενότητα παραγωγής και κυκλοφορίας, όπως στους δυο πρώτους τόμους. Η μορφή των σχέσεων που αναλύονται στον τόμο ΙΙΙ αφορά τη σχέση του κεφαλαίου με τον εαυτό του ως κεφάλαιο, όχι τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας, όπως στους προηγούμενους. Αυτές οι μορφές του κεφαλαίου προς τον εαυτό του είναι που προσλαμβάνουμε στην καθημερινή μας ζωή, όταν κοιτάμε έξω από το παράθυρο, όταν διαβάζουμε εφημερίδες κλπ. και είναι μορφές που αποκρύπτουν τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας, τη διαδικασία εκμετάλλευσης. Και παρόλο που αποκρύπτουν τις ταξικές σχέσεις, είναι ό,τι προσλαμβάνουμε άμεσα.
Για να γίνει πιο κατανοητή η έκφραση «Η σχέση του κεφαλαίου με τον εαυτό του», θα δώσω ένα παράδειγμα το οποίο βρίσκεται στο πρώτο μέρος του τόμου ΙΙΙ, που έχει τίτλο Ο μετασχηματισμός της υπεραξίας σε κέρδος. Όταν αναλύει την υπεραξία στον τόμο Ι ο Μαρξ επικεντρώνεται στη σχέση κεφαλαίου-εργασίας και η υπεραξία είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας εκμετάλλευσης. Στον τόμο ΙΙΙ το κέρδος δεν είναι πλέον το άμεσο αποτέλεσμα της διαδικασίας εκμετάλλευσης, είναι το αποτέλεσμα του κεφαλαίου προς τον εαυτό του: το σταθερό συν το μεταβλητό κεφάλαιο παράγουν από κοινού κέρδος και έτσι η υπεραξία δεν σχετίζεται μόνο με την εργασία, αλλά και με το συνολικό κεφάλαιο.
Αυτή η διαδικασία μετασχηματισμού των εννοιών που χρησιμοποιήθηκαν στους δυο προηγούμενους τόμους συνεχίζεται. Ο πρώτος μετασχηματισμός, όπως προαναφέρθηκε, ήταν εκείνος της υπεραξίας σε κέρδος. Ο δεύτερος μετασχηματισμός είναι του κέρδους σε μέσο κέρδος. Διαφορετικά κεφάλαια έχουν διαφορετικό ποσοστό κέρδους και τα κεφάλαια που βρίσκονται σε τομείς με χαμηλά ποσοστά κέρδους μετακινούνται σε κλάδους με υψηλότερα. Σε αυτή τη διαδικασία ενυπάρχει η τάση εξίσωσης των ποσοστών κέρδους.(2) Και εδώ διαπιστώνουμε τα εξής: τα προϊόντα δεν πωλούνται σύμφωνα με την αξία τους και το κέρδος δεν αποτελεί μια διαφορετική ονομασία της υπεραξίας, αλλά προκύπτουν ποσοτικές διαφορές. Και για μία ακόμα φορά, με αυτόν τον τρόπο, υποκρύπτεται η διαδικασία εκμετάλλευσης.
Το μέσο ποσοστό κέρδους συνιστά τη βάση για περαιτέρω μετασχηματισμό, όπου σύμφωνα με αυτόν, ο Μαρξ αναλύει το οριακό κεφάλαιο και το οριακό κέρδος, κατόπιν το τοκοφόρο κεφάλαιο και τον τόκο και, τέλος, τη γαιοπρόσοδο. Έτσι, όλες οι μορφές του καπιταλιστικού εισοδήματος ‒πρόσοδος, κέρδος, τόκος‒ είναι παράγωγα· η βάση είναι η υπεραξία, η οποία μετασχηματίζεται στις ανεξάρτητες κατηγορίες του εισοδήματος, που συγκαλύπτουν την καπιταλιστική εκμετάλλευση.

Ο τριαδικός τύπος

Στο κλείσιμο της παρουσίασής μου θα αναφερθώ σε δύο σημεία του έβδομου και τελευταίου μέρους του τόμου ΙΙΙ, στο κεφάλαιο 48, που έχει τον τίτλο Ο τριαδικός τύπος. Έχω ήδη αναφέρει με ποιον τρόπο αυτοί οι μετασχηματισμοί της υπεραξίας συγκαλύπτουν τη διαδικασία της εκμετάλλευσης. Σε αυτόν τον τριαδικό τύπο επιβεβαιώνεται η διαδικασία της απόκρυψης, του φετιχισμού και της μυστικοποίησης.
Ο Μαρξ παρουσιάζει το αποτέλεσμα της αυτονόμησης των διαφορετικών πηγών εισοδήματος. Από τη μέχρι τώρα ανάλυση γνωρίζουμε ότι η αξία είναι προϊόν της ανθρώπινης εργασίας, ο μισθός αποτελεί μέρος της νέας δημιουργούμενης αξίας που αποδίδεται στον εργάτη και η υπεραξία ανήκει στον καπιταλιστή. Η υπεραξία κατανέμεται σε κέρδος, τόκο και πρόσοδο. Με αυτόν τον τριαδικό τύπο ο Μαρξ δείχνει πώς δημιουργείται η εσφαλμένη εντύπωση ότι υπάρχουν τρεις διαφορετικές και τελείως ανεξάρτητες μεταξύ τους πηγές εισοδήματος και αξίας.
Στον καπιταλισμό φαίνεται πως υπάρχουν τρεις ανεξάρτητοι συντελεστές παραγωγής που συμβάλλουν στην παραγωγή του προϊόντος: η ανθρώπινη εργασία, το κεφάλαιο με τα μέσα παραγωγής και η γη. Καθένας από αυτούς τους συντελεστές λαμβάνει έσοδα ανάλογα με τη συνεισφορά του: οι εργάτες λαμβάνουν μισθό, ο καπιταλιστής, που παρέχει το κεφάλαιο, λαμβάνει κέρδος και τόκο και οι κάτοχοι γης λαμβάνουν ενοίκιο. Η εκμετάλλευση δεν φαίνεται πουθενά. Τα αστικά οικονομικά εγχειρίδια ξεκινάνε με αυτή την όμορφη, συνεργατική ιστορία για την παραγωγή και έχουν ως βάση τους τρεις αυτούς συντελεστές παραγωγής. Για τον Μαρξ, όμως, το ζήτημα είναι πιο σύνθετο. Δεν το παίρνει ως δεδομένο, αλλά αποδεικνύει πως πρόκειται για μια φετιχοποιημένη κατασκευή.

Οι τάξεις

Το τελευταίο κεφάλαιο του τόμου ΙΙΙ έχει τίτλο Οι τάξεις και είναι μιάμιση σελίδα. Το βιβλίο, μάλιστα, σταματάει στη μέση μιας πρότασης! Παρ’ όλα αυτά μας δίνει ένα σημαντικό μάθημα. Ο Μαρξ τοποθετεί τη θεωρητική εξέταση των τάξεων στο τέλος του τόμου ΙΙΙ και όχι στην αρχή. Και εδώ συναντάμε μια σημαντική διαφορά με το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, που γράφτηκε 20 χρόνια πριν από την έκδοση του τόμου Ι του Κεφαλαίου. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο ξεκινάει με τη φράση «Όλη η ιστορία είναι ιστορία της πάλης των τάξεων» και κατόπιν ο Μαρξ ξεκινά μια ιστορική ανασκόπηση. Η έννοια των τάξεων θεωρείται δεδομένη· δεν μας δίνει περαιτέρω εξηγήσεις. Στο Κεφάλαιο, στον τόμο Ι για παράδειγμα, συναντάμε μια εισαγωγική ιδέα για τις τάξεις: στο τέταρτο κεφάλαιο, που είναι εισαγωγικό, μας μιλά για την καπιταλιστική και την εργατική τάξη. Η πραγματική θεωρητική ανάλυση των τάξεων είναι δυνατή μόνο μετά τους τρεις τόμους, δηλαδή η έννοια των τάξεων στο Κεφάλαιο δεν θεωρείται δεδομένη, αλλά είναι ένα πολύπλοκο θεωρητικό αποτέλεσμα, που δεν ολοκληρώθηκε μέσα στο παρόν έργο.
Οι αναγνώστες σχηματίζουν την εντύπωση πως στον τόμο Ι ο Μαρξ μιλάει για την ταξική σύγκρουση με έναν ήδη ολοκληρωμένο τρόπο. Όμως, ο Μαρξ κάνει όλη την ανάλυσή του πρώτα θεωρητικά και έπειτα καταλήγει στις τάξεις. Είναι δική μας δουλειά να εντοπίσουμε στο έργο του Μαρξ κάποια παραδείγματα πραγματικής ταξικής ανάλυσης, όπως στη 18η Brumaire και στον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία, που δεν εμφανίζονται με τη θεωρητική, αλλά με τη συγκεκριμένη μορφή της ταξικής ανάλυσης, γεγονός που καθιστά επίσης ξεκάθαρο πως πολλές μαρξιστικές ιδέες που χρησιμοποιούνται για τις τάξεις είναι λανθασμένες: το ζήτημα των τάξεων είναι αρκετά πιο πολύπλοκο από τη διάκριση εργατική-καπιταλιστική τάξη, χωρίς άλλες ενδιάμεσες κλπ.
Σε όσους θέλουν να μελετήσουν τον τόμο ΙΙΙ, συνιστώ να διαβάσουν πάρα πολύ προσεκτικά την πρώτη σελίδα του πρώτου κεφαλαίου, που προσφέρει μια πολύ περιεκτική και χρήσιμη ανασκόπηση.

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΣΥΝΤΡΟΦΙΣΣΩΝ/ΣΥΝΤΡΟΦΩΝ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΟΚΚΙΝΟ ΝΗΜΑ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Αντιγράφουμε από το 57ο μάθημα της Ομάδας Αυτομόρφωσης με τίτλο Η θέση του 2ου τόμου στο συνολικό σχέδιο του Κεφαλαίου: «Σύμφωνα με τον Rolf Hecker –έναν από τους επιμελητές της έκδοσης του χειρόγραφου του 1884-1885 που ετοιμάστηκε από τον Ένγκελς για την πρώτη έκδοση του δεύτερου τόμου– στα γραπτά του Μαρξ, ο γερμανικός όρος zirkulierendes Κapital (κυκλοφορούν κεφάλαιο) έχει 4 διαφορετικές σημασίες:

  1. Αναφέρεται στη συνολική κυκλοφοριακή διαδικασία: στην διαρκώς μεταβαλλόμενη μορφή του κεφαλαίου κατά τη συνολική διαδικασία παραγωγής και κυκλοφορίας.
  2. Στο δεύτερο μέρος του δεύτερου τόμου ο όρος, που εδώ σημαίνει κεφάλαιο μετασχηματισμένο σε υλικά εργασίας/παραγωγής και/ή εργασιακή δύναμη, αντιπαραβάλλεται στον όρο «πάγιο κεφάλαιο» (= κεφάλαιο μετασχηματισμένο σε μέσα εργασίας/παραγωγής).
  3. Ο όρος χρησιμοποιείται ως γενικός όρος για τις δύο μορφές που παίρνει το κεφάλαιο (χρηματική και εμπορευματική) κατά την πραγματική διαδικασία κυκλοφορίας.
  4. Τέλος, ο όρος χρησιμεύει ως μετάφραση του αγγλικού όρου “circulating capital”, που χρησιμοποίησαν οι άγγλοι οικονομολόγοι από τον Άνταμ Σμιθ κι ύστερα, καθώς και του γαλλικού “avances annuelles” (ετήσιες προκαταβολές), που χρησιμοποιήθηκε από τους φυσιοκράτες.

Για να διευκρινίσει τη διάκριση που θέλει να κάνει ο Μαρξ ανάμεσα στο κεφάλαιο το μετασχηματισμένο σε υλικά εργασίας και εργασιακή δύναμη και το κεφάλαιο που βρίσκεται με δύο μορφές στη σφαίρα της κυκλοφορίας, ο Ένγκελς επινόησε τον όρο «κυκλοφοριακό κεφάλαιο» και τον χρησιμοποίησε σε δέκα σημεία του δεύτερου τόμου. Γράφει σε ένα χωρίο που ο ίδιος εισήγαγε στο χειρόγραφο προετοιμασίας του δεύτερου τόμου: “Επειδή οι δύο αυτές μορφές κεφαλαίου [χρηματική και εμπορευματική] βρίσκονται στη σφαίρα της κυκλοφορίας, η Πολιτική Οικονομία ήδη από την εποχή του Α. Σμιθ παραπλανήθηκε και τις συνέδεσε με το ρευστό (flüssigen) μέρος του παραγωγικού κεφαλαίου, εντάσσοντάς τις στην κατηγορία του κυκλοφορούντος κεφαλαίου. Στην πραγματικότητα, το εμπορευματικό και το χρηματικό κεφάλαιο είναι κυκλοφοριακό κεφάλαιο (Zirkulationskapital) σε αντίθεση προς το παραγωγικό, όμως δεν είναι κυκλοφορούν κεφάλαιο (zirkulierendes Kapital) σε αντίθεση προς το πάγιο”.»
Βλ. https://daskapital.espivblogs.net/?p=527
(2) Σχετικά με την εξίσωση του ποσοστού κέρδους κατά την ίδρυση/διάλυση επιχειρήσεων σχηματικά μπορούμε να πούμε ότι, σε μακροχρόνια βάση, ένας κλάδος που παρουσιάζει σημαντικά κέρδη προσελκύει νέες επιχειρήσεις. Θεωρώντας σταθερή τη ζήτηση, η είσοδος νέων επιχειρήσεων αυξάνει τη συνολική προσφορά· έτσι, η τιμή των προϊόντων του κλάδου πέφτει, μειώνοντας ταυτόχρονα το ποσοστό κέρδους. Αντιστρόφως, η χρεωκοπία μιας επιχείρησης που δραστηριοποιείται σε έναν
λιγότερο κερδοφόρο κλάδο συνεπάγεται μείωση της συνολικής προσφοράς του εν λόγω κλάδου, γεγονός που οδηγεί στην αύξηση της τιμής του προϊόντος και εν τέλει του ποσοστού κέρδους. Έτσι, η μετακίνηση επιχειρήσεων από τον έναν κλάδο στον άλλο τείνει να εξισώσει, σε ένα πρώτο επίπεδο ανάλυσης, το ποσοστό κέρδους των κλάδων αυτών και σε ένα δεύτερο, στο σύνολο της οικονομίας.

Κατηγορία: Άλλα κείμενα

Comments are closed.